Casus Rebelli 3

Για να κατεβάστε το έντυπο σε μορφή pdf, πατήστε εδώ.
«…έχουν περάσει σχεδόν 40 χρόνια και θυμάμαι τα γεγονότα μέσα από ό,τι έχω γράψει, τα γεγονότα που έγραψα λειτουργούν σαν τεχνητή μνήμη, και τα υπόλοιπα, αυτά που δεν έγραψα, είναι πολύ λίγα, μόνο κάποιες λεπτομέρειες»
Πρίμο Λέβι, Το καθήκον της μνήμης

«Η ανθρώπινη μνήμη είναι μια λειτουργία αξιοθαύμαστη μα απατηλή. […]
Οι αναμνήσεις (…) όχι μόνο τείνουν να σβήνουν με το πέρασμα του χρόνου, αλλά συχνά παραποιούνται ή -ούτε λίγο ούτε πολύ- εξογκώνονται, ενσωματώνοντας αλλότρια στοιχεία.»
Πρίμο Λέβι, Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν

 

Η εν ενεργεία παγκόσμια κρίση του ιού «SARS-CoV-2», αν μη τι άλλο έτσι όπως ορίστηκε από τις κυριαρχικές επιλογές, επέβαλλε σε πρώτο χρόνο μία γενικευμένη κοινωνική συνθήκη που περιγράφεται -καθόλου τυχαία- με ουκ ολίγους ψυχολογικούς όρους: ως σοκ, ως πρωτόγνωρη εμπειρία, ως φόβος, ως τραύμα κ.ο.κ. Αν οι κρίσεις των «δογμάτων του σοκ» των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων χαρακτηρίζονται από τις «λογικές ακολουθίες» στοχευμένων κατά τόπους καταστροφών, η κρίση και τα τραύματα του «κορονοϊού» χαρακτηρίζονται από μία παγκόσμια χωροχρονική σύμπτωση όπου η «καταστροφή» ήταν -και σε έναν βαθμό ακόμα είναι μέχρι την «εξιλεωτική» παραγωγή του «φαρμάκου»- πανταχού παρούσα εδώ και παντού, τώρα αλλά και συνέχεια, σε «εμάς» αλλά και στους «άλλους». Είναι εμφανές λοιπόν ότι μπροστά στην πληθώρα των κυριαρχικών θεσμών και μηχανισμών που δουλεύουν νυχθημερόν για την επεξεργασία και τη χειραγώγηση όλων αυτών των πραγματικοτήτων που πάραξε και θα παράξει ο «κορονοϊός», οι «από κάτω» αυτού του κόσμου έχουν κάθε λόγο όχι μόνο να μην ξεχάσουν ό,τι συνέβη αλλά να το μετατρέψουν σε συλλογική μνήμη για τις μελλοντικές αντιστάσεις τους. Άλλωστε, όπως έχει ειπωθεί και από τους επιζήσαντες πολύ πιο μοναδικών και σκληρών συμβάντων από την παρούσα κρίση, όπως το Άουσβιτς: ό,τι συνέβη μια φορά, μπορεί να συμβεί ξανά.

Υπάρχουν διάφοροι -ίσως αναρίθμητοι- λόγοι για το ότι η λήθη ή ο «πόλεμος ενάντια στη μνήμη» έχουν τεθεί ξανά και ξανά ως πρωτεύοντα στοιχεία του φασισμού και της εξουσίας γενικότερα, όπως επίσης ότι οι κοινωνικοί αγώνες προϋποθέτουν τη μνήμη προκειμένου να είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με την αλήθεια των καταπιεσμένων. Ένας βασικός λόγος είναι ότι η εξουσία όχι μόνο δεν ξεχνάει ό,τι πραγματώνεται αλλά το ενσωματώνει για τη δική της απρόσκοπτη εξέλιξη και συνέχεια, παράγοντας τις ευνοϊκές σε αυτήν αφηγήσεις ή τη λήθη. Ένας άλλος λόγος είναι ότι οι «από κάτω» δοκιμάζονται σοβαρά σε συνθήκες έντονης και απρόσμενης καταπίεσης, με το πέρας ή τη χαλάρωση της οποίας προκύπτει μια αμφίρροπη διαδικασία μεταξύ λήθης και αποτύπωσης εμπειριών και αναμνήσεων. Ως εκ τούτου, χρειάζεται ακόμα περισσότερη προσπάθεια για την τόσο απαραίτητη διαδικασία της (αυτο)κριτικής, των απολογισμών και της ανάλυσης, πάνω στις οποίες θα βασιστούν οι επιλογές και οι κατευθύνσεις των αντιστάσεων και των αρνήσεων.

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο ίσως να εξηγείται και από μία ακόμη οπτική, μία κοινή αντανακλαστική επιλογή πολλών ατόμων και ομάδων κατά τη διάρκεια της επιβολής σκληρών κρατικών μέτρων στην κρίση του «κορονοϊού», όπως η γενική καραντίνα: της εναντιωματικής έκφρασης, ανάλυσης ή αντιπληροφόρησης διαμέσου ενός λόγου υπό τη μορφή ημερολογίου. Η ημερολογιακή αυτή καταγραφή συνδύαζε σε μεγάλο βαθμό τον λόγο με τη μαρτυρία, την αποτύπωση ενός συμβάντος με την ερμηνεία του, τη διερεύνηση ενός πρωτόγνωρου ατομικού/συλλογικού καταναγκαστικού βιώματος με την ταυτόχρονη δράση εναντίον του.

Στο παρόν έντυπο επιχειρείται να κατατεθεί μια κριτική των εξουσιαστικών επιλογών διαχείρισης της νόσου COVID-19, καθώς και να αναδειχθούν τα αποτυπώματα των επιλογών αυτών στο εγχώριο κοινωνικό πεδίο και τις υποτελείς τάξεις. Η δομή ημερολογιακής καταγραφής λόγου και δράσεων που επέλεξε η συλλογικότητά μας στη διάρκεια της καραντίνας -και που αποτυπωνόταν άμεσα στο blog μας- κατατίθεται ως ένας ανοιχτός απολογισμός όσων ζήσαμε, όσων επιλέξαμε και όσων καταφέραμε -ή δεν καταφέραμε- να κάνουμε.

Η έκδοση αυτή επιδιώκει τη διάχυση του αντιμιλιταριστικού λόγου σε μια εποχή πανδημίας των λόγων και έργων του ολοκληρωτισμού, σε μια εποχή διευρυμένου πολεμικού συναγερμού. Δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από ένα λιθαράκι στο ευρύτερο ψηφιδωτό του εναντιωματικού λόγου που αρθρώθηκε από τον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο κατά τη διάρκεια της καραντίνας και μετά, προκειμένου να συμβάλλουμε στα δεδομένα, στα κοινά εργαλεία κατανόησης και στην όσο το δυνατόν καλύτερη ζύμωση των αντιστεκόμενων. Σε αυτήν τη συγκυρία, οι αρνήσεις μας απέναντι στον ολοκληρωτισμό των «νέων κανονικοτήτων», θα χρειαστεί να είναι ακόμα πιο συνειδητοποιημένες, συλλογικοποιημένες και κοινωνικά ορατές προκειμένου να είναι επικίνδυνες, έξω από τις πεπατημένες λογικές της ματαιότητας, της αυτοκατανάλωσης ή της αυτοεπιβεβαίωσης.

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΕΝΤΥΠΟΥ

Ο πολεμικός χαρακτήρας της περιόδου λίγο πριν και κατά τη διάρκεια της καραντίνας (από την 23η Μαρτίου έως την 4η Μαΐου) αλλά και αυτής που έχει ακολουθήσει, η επίκληση ενός αόρατου εχθρού, η καθολική διάχυση του φόβου, η επιβολή περιορισμών και απαγορεύσεων σε ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη, η περιστολή των ελευθεριών και η διεμβόλιση των κοινωνικών σχέσεων με το «μικρόβιο» του υγιεινισμού και του συντηρητισμού, αποτέλεσαν ένα πρωτόγνωρο σε ένταση και έκταση βιοπολιτικό πείραμα της εξουσίας. Ένα διευρυμένο πείραμα κοινωνικής πειθαρχίας με προσταγές, ιεραρχία, ρόλους, διακρίσεις, ποινές, αποκλεισμούς να εισχωρούν ακόμα πιο βαθιά στην καθημερινότητα, προμηνύοντας ένα δυστοπικό μέλλον μιας κοινωνίας-στρατόπεδο.

Για την ελληνική πραγματικότητα, μπορεί ο στρατός να μην βγήκε ως διακριτό ένοπλο σώμα του κράτους στους δρόμους για να περιφρουρήσει την τήρηση των μέτρων, ωστόσο ήταν πανταχού παρούσα η δυσοσμία της στρατιωτικής αρβύλας στις συνεχείς εντολές/διαταγές, στα χιλιάδες πρόστιμα, στις επικλήσεις για πειθαρχεία και υπακοή, στα στρατιωτικά καθημερινά διαγγέλματα των 6 μ.μ. όπου οι καφκικού τύπου ενημερώσεις των ειδικών επιστημόνων έδιναν τον τόνο μιας πολεμικής διαδικασίας που διεξάγεται στο κοινωνικό πεδίο με την καθοδήγηση των έμπειρων στρατηγών/ειδικών/επιστημόνων/πολιτικών.

Το κλείσιμο των εξωτερικών συνόρων της χώρας και η απαγόρευση μετακίνησης από νομό σε νομό έθεταν άλλωστε και τα συρμάτινα όρια του στρατοπέδου. Η απαγόρευση της μεταφοράς/κυκλοφορίας πέραν των 6 προκαθορισμένων επιλογών, όριζαν τις εργασίες που επιτρέπεται να πραγματοποιούνται μέσα στο στρατόπεδο καθώς και τα χρονικά τους όρια. Οι κατασταλτικοί και εποπτικοί μηχανισμοί -εν είδει στρατονομίας- επέβλεπαν και τιμωρούσαν τους «ανεύθυνους» και τους «απείθαρχους». Η πειθαρχία έπρεπε να επιβάλλεται, η ιεραρχία να τηρείται, η κίνηση να περιορίζεται, οι ρόλοι να κατανέμονται, η πιστή τήρηση των κανόνων να είναι καθολική. Τα «καθήκοντα» έπαψαν να αιτιολογούνται διαμέσου της ύπαρξης «δικαιωμάτων» και αποδόθηκαν ευθέως σε εθνικούς και κρατικούς σκοπούς, σε αποφάσεις επιτελείων και «σοφών». Το στρατόπεδο έπρεπε να βρίσκεται πάντα σε επιφυλακή, να έχει ορκισμένους «εχθρούς» (αόρατους ή μη), να βρίσκεται σε συνεχή πόλεμο. Πλήρης έλεγχος πάνω στον «δημόσιο χώρο» της κοινωνικής ζωής και ασφυκτικές συνθήκες σε έναν «ιδιωτικό χώρο» πατριαρχικό, εξατομικευμένο, φτωχοποιημένο, «απολίτικο», θεαματικό. Όλα χτισμένα έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να ξεφύγει ή να αυτοκαθοριστεί, με τα πάντα να (περι)ορίζονται από τη διοίκηση του «κοινωνικού στρατοπέδου», έως ότου οι εντολές και οι πειθαναγκασμοί να αναπαράγονται αυτοματοποιημένες «από τα κάτω» ως «φυσική» κίνηση.

Μπορεί, διαφορετικά μοντέλα διαχείρισης της κρίσης του κορονοϊού να εφαρμόστηκαν σε πολλά -ανά τον κόσμο- κράτη, τα κοινά τους όμως σημεία ήταν ο μιλιταρισμός και ο πολιτισμός της υποταγής και της πειθαρχίας, η καταπίεση και η υποδούλωση των από κάτω. Τα εδώ και δεκαετίες γνωστά στρατιωτικά κατασταλτικά δόγματα ενεργοποιήθηκαν και έθεσαν τους όρους και τους μηχανισμούς αντιμετώπισης του «νέου κινδύνου». Σε αυτό το πλαίσιο, δεν έλλειψε η κοινωνική και γεωγραφική διεύρυνση της καταστολής, με το κράτος να απλώνει το πεδίο του καθημερινού ελέγχου και των επιβολών στο σύνολο της επικράτειας, ακόμη και στις πλέον απομακρυσμένες περιοχές. Η συστηματική προπαγάνδα και η μιντιακή διασπορά του φόβου, μέσω της εμμονής στην προβολή τοπικών κοινωνιών που υπέστησαν γενικευμένο αποκλεισμό και περιχαράκωση (όπως αρχικά τα χωριά Δαμασκηνιά και Δραγασιά σε Κοζάνη και Καστοριά, ως τα παραδείγματα… προς αποφυγή), αποτελούν ορισμένα δείγματα των «καινοτομιών» καταστολής που δοκιμάστηκαν σε μια διευρυμένη κλίμακα με αφορμή την «πανδημία».

Ακόμη, η οικονομική καταστολή και τα πρόστιμα ήταν ένα δείγμα γραφής της μετεξέλιξης της κατασταλτικής στρατηγικής, της χρηματοποίησής της και της διάχυσης των καταναγκασμών και εκβιασμών στο πεδίο της καθημερινής επιβίωσης. Ως ολικοί αρνητές στράτευσης, έχουμε εδώ και χρόνια υποστεί αυτούς τους οικονομικούς εκβιασμούς (όπως άλλωστε και χιλιάδες ανυπότακτοι), και ενίοτε έχουμε δει πάνω μας το χέρι του κράτους-ληστή, λόγω ακριβώς των νέων διοικητικών προστίμων που επιβλήθηκαν στις αρνήσεις μας να καταταγούμε στον στρατό τους. Ο κορονοϊός λειτούργησε ως μια «χρυσή ευκαιρία» για να απλωθεί το μέτρο αυτό και σε άλλες κοινωνικές ομάδες «απειθάρχων».

Φυσικά, η καραντίνα δεν επιβλήθηκε με τον ίδιο τρόπο και ομοιόμορφα σε κάθε κοινωνική ομάδα. Κάποιοι/ες έκαναν ευχάριστες βόλτες στα εκατοντάδες τετραγωνικά της αυλής του σπιτιού τους, άλλοι/ες στριμώχτηκαν σε ημιυπόγεια και σε γκαρσονιέρες του αστικού ιστού, άλλες/οι δέχονταν καθημερινές απειλές και ξυλοδαρμούς από κακοποιητικούς άνδρες, πατεράδες, συζύγους, συντρόφους, αδερφούς, και άλλοι/ες στοιβάζονταν σε φυλακές και σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τα πρωτόκολλα που ενεργοποιήθηκαν για τον περιορισμό και την απομόνωση των μεταναστών/στριών καθώς και των κοινοτήτων ρομά, διέφεραν αρκετά σε σχεδιασμό και ένταση, και όχι τυχαία. Οι κοινότητες/ομάδες αυτές έχουν προ πολλού χαρακτηριστεί από την κρατική και θεσμική προπαγάνδα ως «υγειονομικές βόμβες» και ο περιορισμός-έλεγχος τους είναι ένα διαρκές επίδικο για την εξουσία. Οι μετανάστ(ρι)ες θα σκοτώνονται ή θα καταστέλλονται στα σύνορα του Έβρου και στη θάλασσα του Αιγαίου και στη συνέχεια θα φυλακίζονται στα camps, ενώ οι κοινότητες Ρομά είτε θα ενσωματωθούν, είτε θα περιθωριοποιηθούν ακόμα περισσότερο. Η υγειονομική κρίση ήταν το «βούτυρο στο ψωμί» της εξουσίας ώστε να ασκήσει ακόμα πιο έντονα τους κατασταλτικούς σχεδιασμούς της στις πιο καταπιεζόμενες κοινωνικές ομάδες.

Η επιβολή της καραντίνας στον ελλαδικό χώρο, που ανακοινώθηκε σαν η μοναδική επιλογή για τη μείωση των κρουσμάτων/θανάτων, κατάφερε να ενισχύσει και να ενδυναμώσει ακόμα περισσότερο τον κρατικό μηχανισμό ώστε να προσπαθήσει να μονιμοποιήσει τις ολοκληρωτικού τύπου πολιτικές και επιλογές, επιβάλλοντας την ατζέντα της επερχόμενης κοινωνικής λεηλασίας και καταστολής. Στο πλαίσιο αυτό, ο πατριωτισμός και οι εθνικοί λόγοι τονώθηκαν εκ νέου, επιδιώκοντας ακόμα περισσότερη συστράτευση και ομοψυχία και αναδεικνύοντας ως «εθνικό στοίχημα» τα επιδιωκόμενα χαμηλά κρούσματα και θανάτους, τις λιγότερες δυνατές «εθνικές απώλειες». Σε αντίθεση με τα αντιπαραδείγματα από το εξωτερικό (Ιταλία, Ισπανία κλπ), που καθημερινά προβάλλονταν ως «η συμφορά που θα συμβεί και σε εμάς αν δεν πειθαρχήσουμε», το ελληνικό μοντέλο παρουσάστηκε αρχικά ως μια εθνική επιτυχία, που θα φέρει τους επενδυτές και τους τουρίστες στη χώρα μαζί με την πολυπόθητη «ανάπτυξη». Για ακόμη μια φορά εφαρμόστηκε η λογική του καρότου και του μαστιγίου. Πειθαρχία στα μέτρα για να έρθει η ανάπτυξη μετά, επιβίωσε τώρα για να ζήσεις πλουσιοπάροχα στη συνέχεια.

Η καθημερινή μιντιακή προπαγάνδα, η πολεμική ρητορική του κράτους, ο συνεχής βομβαρδισμός των πολεμικών ιαχών της ιατρικής κοινότητας, η συνεχής επίκληση της ατομικής ευθύνης και η απόδοση ευθύνης για τον πιθανό θάνατο του διπλανού, του συγγενή, φίλου από τη μη συμμόρφωση στα υγειονομικά πρωτόκολλα, διαμόρφωσαν ένα πέπλο σιωπής και φόβου που από τις πρώτες μέρες της καραντίνας έκλεισαν τους πάντες στα σπίτια τους. Ο οικιακός χώρος μετατράπηκε σε στρατιωτικό κατάλυμα, όπου η όποια αυτενέργεια, κριτική άποψη και φυσική επικοινωνία απαγορεύονταν ενώ η καθημερινότητα καθοριζόταν από τον κρατικό μηχανισμό και την επιστημονική αυθεντία.

Η ασφυξία αυτή οδήγησε τον κόσμο σε ανάσες ελευθερίας, που όσο η καραντίνα προχωρούσε, διαφαίνονταν όλο και πιο αναγκαίες, συνεχείς και διαρκείας. Οι ανάσες αυτές διεκδίκησαν το χώρο τους σε μερικά από τα «δημόσια πεδία», όπως τα πάρκα και οι πλατείες. Πέραν της επικοινωνίας και της κοινωνικής επαφής που προσέφεραν με την ανταλλαγή εμπειριών, απόψεων ή ακόμα και με την απλή καθημερινή συζήτηση, στους χώρους αυτούς οι γιατροί, οι αυθεντίες, οι θεσμικές διαμεσολαβήσεις και η συνεχής προπαγάνδα, είχαν πολύ μικρότερη επίδραση. Οι πλατείες και ο «δημόσιος χώρος» αναδείχθηκαν ως τα πεδία εκείνα όπου παρήχθησαν και οι όποιες κοινωνικές αντιστάσεις στην πειθαρχία και την τήρηση των μέτρων.

Παρά τη συνεχή και συστηματική επιβολή της κοινωνικής εκπειθάρχησης, στο δημόσιο πεδίο δημιουργήθηκαν ουκ ολίγα σημεία τριβής με την κρατική καταστολή, αφού ο αυξανόμενος αριθμός του κόσμου που συνέρρεε στις πλατείες και τα πάρκα διεκδικούσε όλο και περισσότερο τη ζωή από την επιβίωση που του επιβαλλόταν. Οι συγκρούσεις που έλαβαν χώρα από εκατοντάδες κόσμου αντιδρώντας στις υποδείξεις της αστυνομίας για την απομάκρυνσή τους από τις πλατείες της Αγίας Παρασκευής και Αγίου Γεωργίου στην Αθήνα, της πλ. Καλλιθέας στη Θεσσαλονίκη και της πλατείας Ελευθερίας στο Ηράκλειο, ανέδειξαν και τα προσχήματα της κρατικής διαχείρισης, αφού σκοπός δεν ήταν ο περιορισμός της μεταδοτικότητας του κορονοϊού, αλλά η στοχοποίηση, η διαπόμπευση και η καταστολή των ανθρώπων που αντιστέκονταν και απειθαρχούσαν. Η επιλεκτική αυτή καταστολή φυσικά δεν αντιστοιχούσε να υλοποιηθεί στη θεσμική συγκέντρωση/φιέστα του Δήμου Αθηναίων για τα εγκαίνια της ανακαινισμένης πλ. Ομόνοιας, ούτε και στις «μαζικές συναθροίσεις» της τουριστικής βιομηχανίας, των εργασιακών κάτεργων, των ναών του εμπορεύματος κλπ.

Η διαχείριση της «πανδημίας», η επιβολή της καραντίνας και των μέτρων κοινωνικής απόστασης, εξελίχθηκαν εκ των πραγμάτων σε ένα διευρυμένο πείραμα κοινωνικής επιτήρησης και ελέγχου, μιλιταρισμού και στρατιωτικοποίησης της καθημερινής ζωής. Απέναντι όμως στη σιγή νεκροταφείου που επιβλήθηκε, αναδύθηκε και η άρνηση στη συναίνεση των υγειονομικών μέτρων και τις στρατιωτικές εντολές, με πορείες στις γειτονιές, με αφισοκολλήσεις και συνθήματα στους τοίχους, με μοίρασμα κειμένων και αυτοκόλλητων κλπ. Αναδύθηκε ο λόγος της αλληλεγγύης και η δράση της αντίστασης, που δεν εκχωρεί τη ζωή και τη φροντίδα από οποιαδήποτε ασθένεια στα κρατικά γαλόνια και τους επιστημονικούς λόγους, που δεν υποκύπτει σε εκβιαστικά «διλήμματα»: ζωή ή επιβίωση, ζωή ή ελευθερία.

 

Πρωτοβουλία για την ολική άρνηση στράτευσης (Αθήνα)
Οκτώβρης 2020

1 Απάντηση

Γράψτε απάντηση στο Λιβ Ακύρωση απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *