Η δήλωση σε (εμπλουτισμένη) μορφή pdf μπορεί να βρεθεί εδώ.
—
ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΔΗΛΩΣΗ ΟΛΙΚΗΣ ΑΡΝΗΣΗΣ ΣΤΡΑΤΕΥΣΗΣ
«Η στρατιωτική εκπαίδευσής μας διήρκεσε δέκα εβδομάδες και αυτός ο χρόνος αρκεί για να μεταμορφωθούμε κατά ένα τρόπο πιο ριζικό από τη φοίτηση δέκα ετών σ’ ένα σχολείο. Εμάθαμε πως ένα κουμπί καλά γυαλισμένο είχε πολύ μεγαλύτερη σημασία από τέσσερις τόμους Σοπενχάουερ. Στην αρχή εκπλαγήκαμε, ύστερα θυμώσαμε και ύστερα μείναμε αδιάφοροι, γιατί αναγνωρίσαμε ότι δεν είναι το πνεύμα που έχει ύφος υπεροπτικό, αλλά η βούρτσα του γυαλίσματος, ότι δεν είναι η σκέψη, αλλά το “σύστημα”, όχι η ελευθερία, αλλά η πειθαρχία. Γίναμε στρατιώτες μ’ ενθουσιασμό και καλή θέληση, αλλά έκαναν το παν για να μας απογοητεύσουν. Έπειτα από τρεις βδομάδες καταλαβαίναμε πολύ καλά πως ένας με γαλόνια, μπορούσε να έχει πιο πολλά δικαιώματα επάνω μας από όσα είχαν οι γονείς μας άλλοτε, οι εκπαιδευταί μας και όλα τα πνεύματα της μορφώσεως, από τον Πλάτωνα ως τον Γκαίτε. Με τα νέα μάτια μας που ήταν πολύ ξύπνια, είδαμε πως το κλασσικό νόημα της πατρίδος, έτσι όπως μας το δίδαξαν οι δάσκαλοί μας κατέληγε εδώ, για την ώρα, σ’ ένα ξεγύμνωμα της προσωπικότητος, που δεν θα τολμούσαμε ποτέ να τ’ απαιτήσουμε ούτε στους ταπεινούς μας υπηρέτες. Να χαιρετάμε, να στεκόμαστε προσοχή, να περπατάμε με βήμα παρατάξεως, να παρουσιάζουμε όπλα, να κλείνουμε επ’ αριστερά, επί δεξιά, να χτυπάμε τα τακούνια, να δεχόμαστε βρισιές, βέβαια αντιμετωπίσαμε την αποστολή μας σε περιστάσεις πολύ διαφορετικές και βρίσκαμε ότι μας προετοίμαζαν να γίνομε ήρωες, όπως γυμνάζουν τα άλογα του τσίρκου.»
Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ουδέν νεότερο από το δυτικό μέτωπο
Όπως συμβαίνει τα τελευταία 100 χρόνια στον τόπο που έτυχε να γεννηθούμε, έτσι συνέβη και σε μας. Αφού ενηλικιωθήκαμε, έφτασε αυτή η “τιμητική” στιγμή να υπηρετήσουμε το ελληνικό κράτος. Να εκπληρώσουμε το χρέος μας προς την πατρίδα, που όπως μας είπαν, πρέπει να αγαπάμε χωρίς να αμφισβητούμε το γιατί. Μας είπαν πως θα γίνουμε άντρες, χωρίς όμως να μας ρωτήσουν αν όντως επιθυμούμε να αναπαράγουμε έμφυλους και σεξιστικούς διαχωρισμούς. Μας είπαν πως στα χέρια μας θα πέσει το βάρος της υπεράσπισης του έθνους, σε περίπτωση πολέμου, θεωρώντας δεδομένο ότι το έθνος είναι κάτι ιερό για μας. Μας είπαν, πως θα μας ετοίμαζαν για να πολεμήσουμε στην πρώτη γραμμή, χωρίς να μας ρωτήσουν αν επιθυμούμε να πολεμήσουμε για τα συμφέροντα όσων μας καταπιέζουν. Μας είπαν, πως θα γινόμασταν ήρωες! Τα πράγματα ήταν απλά.
Θα έπρεπε να μάθουμε να εκτελούμε διαταγές.
Θα έπρεπε να μάθουμε να πειθαρχούμε.
Θα έπρεπε να μάθουμε να ντυνόμαστε ομοιόμορφα.
Θα έπρεπε να μάθουμε να μην κρίνουμε.
Θα έπρεπε να καταταγούμε στον ελληνικό στρατό!!
Το ίδιο κράτος που μας εκπαίδευσε μέσα σε σχολεία φυλακές, που μας πιπίλισε το μυαλό για την ύπαρξη μιας ανώτερης θεϊκής οντότητας και μας επέβαλε αυστηρά κοινωνικά και οργανωτικά πρότυπα, τώρα επιχειρεί να μας διδάξει να υπακούμε σε κάποιον που θα μας μάθει να πολεμάμε. Σε έναν φωτισμένο ηγέτη που κατέχει την αλήθεια, το σωστό και το λάθος, ενώ εμείς θα πρέπει να σιωπούμε. Να καλλιεργούμε τη ρουφιανιά, αντί για την αλληλεγγύη. Την ιεραρχία, την υποταγή, το σεξισμό και τον εθνικισμό αντί για την ισότητα και την ελευθερία.
Οι μηχανισμοί των κρατών κάνουν ό,τι μπορούν για να παραγάγουν ανθρώπους, οι οποίοι μετά την ολοκλήρωση της εκπαίδευσής τους, ονομάζονται πολίτες και οφείλουν να έχουν κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Χαρακτηριστικά που επιβάλλονται με “φυσικό” τρόπο μέσα από τους θεσμούς με τους οποίους έρχεται σε επαφή το άτομο από πολύ μικρή ηλικία, έτσι ώστε να καταλήξει να είναι “χρήσιμος” στην κοινωνία. Χρήσιμος δηλαδή για το πολύ μικρό ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού που κατέχει το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου στα χέρια του, πατώντας στα σώματα των “από τα κάτω” για να το διατηρήσει. Ο στρατός αποτελώντας την ιδανική μικρογραφία αυτής της κοινωνίας, είναι ένας ακόμη θεσμός που λειτουργεί ενισχυτικά για την καλλιέργεια και αναπαραγωγή αυτών των χαρακτηριστικών.
Αυτο-οργάνωση
Αυτό βέβαια που δεν υπολόγισαν με την πρόσκληση, είναι ότι εμείς δεν θεωρούμε αυτονόητο το να παρουσιαστούμε. Στεκόμαστε ενάντια στους πιο δολοφονικούς μηχανισμούς των κρατών και όχι μόνο ενάντια στον ελληνικό στρατό, τον οποίο καλούμαστε να υπηρετήσουμε. Αποφασίζουμε πως θα αρνηθούμε να προσφέρουμε οποιαδήποτε υπηρεσία σε έναν θεσμό, ο οποίος αποτελεί την πιο χαρακτηριστική έκφραση του μιλιταρισμού.
Εδώ και χρόνια δραστηριοποιούμαστε μέσα σε αυτοοργανωμένα σχήματα. Σχήματα που αναλύουν κριτικά την υπάρχουσα κατάσταση, αντιπαρατίθενται με τις εξουσιαστικές πτυχές της και επιχειρούν στη θέση της να δομήσουν κάτι καινούριο. Μαζί με τις συντρόφισσες και τους συντρόφους μας, επιχειρούμε καθημερινά να δημιουργήσουμε μια νέα πραγματικότητα, απαλλαγμένη από κάθε είδους εξουσία και εκμετάλλευση. Με βασικά χαρακτηριστικά της την αλληλεγγύη και τη συλλογική σκέψη και δράση.
Συνεπώς, δεχόμενοι να υπηρετήσουμε ένα μιλιταριστικό μηχανισμό, θα ήταν σαν να ακυρώνουμε τα αξιακά μας κριτήρια και τελικά τους ίδιους μας τους εαυτούς. Δεν θεωρούμε ότι η αυτοοργάνωση χωράει στον στρατό, που είναι από τη φύση του ένα ιεραρχικό και εξουσιαστικό μόρφωμα. Ούτε ότι ο μιλιταρισμός και η στρατιωτική οργάνωση χωράνε στους δικούς μας συλλογικούς τρόπους οργάνωσης, οι οποίοι δεν γνωρίζουν ηγέτες, ήρωες ή κάθε μορφής “αυθεντίες” που καθοδηγούν σωστά, παρά μόνο συλλογικές αποφάσεις και δράσεις μέσα από οριζόντιες αυτοοργανωμένες διαδικασίες.
Η επιλογή της ολικής άρνησης στράτευσης
Επιλέγουμε τη δημόσια δήλωση ολικής άρνησης στράτευσης, θεωρώντας πως με αυτόν τον τρόπο συμμετέχουμε σε έναν αγώνα που ήδη έχει ξεκινήσει εδώ και περίπου τρεις δεκαετίες και ο οποίος στοχεύει στην ευθεία αντιπαράθεση με το θεσμό του στρατού. Επίσης, επιλέγουμε να δηλώσουμε την άρνησή μας συλλογικά, δείχνοντας τη θέση μας να απαντάμε με συλλογικούς όρους, στις ατομικές κλητεύσεις από μεριάς του στρατού. Η εξουσία τείνει να μας διώκει ατομικά, λειτουργώντας σε μια κατεύθυνση εξατομίκευσης της κάθε υπόθεσης και εμείς στεκόμαστε απέναντι σε αυτές τις προσπάθειες, προτάσσοντας τη συλλογικοποίηση των αγώνων, των αντιστάσεων και των αρνήσεων.
Επίσης, αντιλαμβανόμενοι τον αντιμιλιταρισμό, ως μια από τις αιχμές του γενικότερου αντιθεσμικού αγώνα ενάντια στα κράτη και τα έθνη, επιλέγουμε να μη βρεθούμε μπροστά σε καμία επιτροπή, η οποία θα μας κάνει τη χάρη και θα μας επιτρέψει να μην υπηρετήσουμε τη θητεία μας. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει τη συμμετοχή μας σε ένα παιχνίδι ρόλων, όπου και πάλι θα έπρεπε να “χάσουμε” τα αξιακά μας κριτήρια και να προσποιηθούμε ότι θέλουμε αλλά δεν μπορούμε να καταταγούμε, λόγω κάποιας ψυχικής ή σωματικής ασθένειας. Ενώ παράλληλα θα έπρεπε να “νομιμοποιήσουμε” τη μέθοδο που ο ίδιος θεσμός στον οποίο αντιτασσόμαστε, χρησιμοποιεί σαν στρόφιγγα αποσυμπίεσης του “προβλήματος” των ανυπότακτων.
Tα ίδια κριτήρια μας ωθούν και στη μη εκπλήρωση εναλλακτικής κοινωνικής θητείας. Μιας δηλαδή εναλλακτικής προσφοράς στο ελληνικό κράτος, όπου οι όροι και οι προϋποθέσεις μπαίνουν μονομερώς, από αυτόν που είναι σε θέση ισχύος. Το ελληνικό κράτος έρχεται παραδόξως να ορίσει τι αποτελεί κοινωνική προσφορά, και προσπαθεί να μας εντάξει σε αυτήν. Παραδόξως, γιατί η αλήθεια είναι ότι έχει να επιδείξει μια μεγάλη γκάμα από κοινωνικές υπηρεσίες στους υπηκόους του, δείχνoντας το δρόμο προς την επίτευξη της ευζωίας: από την αύξηση των αυτοκτονιών στην περίοδο της “κρίσης” (ή αλλιώς διεύρυνση του χάσματος της οικονομικής ανισότητας), το ξεπούλημα φυσικών τοπίων προς κερδοσκοπική εκμετάλλευση (π.χ. η περίπτωση στις Σκουριές της Χαλκιδικής), μέχρι τις επιδοτήσεις της οικοκτονικής γεωργίας και την περίφραξη-εμπορευματοποίηση φυσικά άφθονων πόρων όπως το νερό και η ενέργεια. Εμείς, λοιπόν αντιθέτως, θεωρούμε ότι έχουμε το αξιακό υπόβαθρο να κρίνουμε από μόνοι μας τι πραγματικά αποτελεί κοινωνική προσφορά και να καθορίσουμε την αυτοδιάθεση του χρόνου μας όπου και όπως εμείς επιθυμούμε, χωρίς την εμπλοκή καμιάς εξουσιαστικής δομής.
Καταστολή και αφομοίωση
Για την επιλογή μας να μην υπηρετήσουμε τη στρατιωτική μας θητεία, το ελληνικό κράτος μάς “επιβραβεύει” με ποικίλες διώξεις ποινικού και οικονομικού χαρακτήρα. Η ανυποταξία συνεχίζει να έχει βαριές κυρώσεις, αν και αποτελεί πλημμέλημα από το 2003 και μετά, όταν το ελληνικό κράτος ανακάλεσε το καθεστώς γενικής επιστράτευσης σε καιρό πολέμου, το οποίο είχε κηρύξει από το 1974. Έτσι, ως συνέπεια της ανυποταξίας, μας επιβάλλεται απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, η οποία σε συνδυασμό με τη μη δυνατότητα έκδοσης διαβατηρίου, λειτουργεί στην κατεύθυνση του περιορισμού της “ελεύθερης” μετακίνησής μας σε άλλες χώρες. Οι εθνικοί εχθροί, όταν αμφισβητούν ευθέως τις “βασικές αρχές” των κρατών, πρέπει να παραμένουν περιορισμένοι και με λιγότερα “προνόμια” από τους υπολοίπους. Ο εγκλεισμός μας μέσα στην χώρα που έτυχε να γεννηθούμε, είναι απλά το αποτέλεσμα της εκδικητικότητας του κράτους στην άρνησή μας να αποδεχτούμε την εθνική ταυτότητα.
Παράλληλα με αυτές τις κυρώσεις, δεχόμαστε αμέτρητες ενοχλήσεις από τις στρατολογικές και αστυνομικές υπηρεσίες, που έχουν σαν σκοπό να μας πείσουν να καταταχθούμε. Μάλιστα, από το 2013 και μετά, σε αυτές τις ενοχλήσεις προστέθηκαν και οι συλλήψεις ολικών αρνητών στράτευσης, με τη διαδικασία του αυτοφώρου, άλλη μια δηλαδή “φιλοφρόνηση” του ελληνικού κράτους προς όσους αντιστέκονται. Η μη συμμόρφωση, οδήγησε σε στρατοδικεία, τα οποία μας δίκασαν για την επιλογή μας να αρνηθούμε να σκοτωθούμε και να σκοτώσουμε για το έθνος.
Σε συνέχεια των διώξεων, από το 2010 και μετά, με νομοθεσία των τότε υπουργών οικονομικών και εθνικής άμυνας Γ. Παπακωνσταντίνου και Ε. Βενιζέλου, προστέθηκε η επιβολή διοικητικού προστίμου 6000 ευρώ. Αυτό αποστέλλεται από τις στρατολογικές υπηρεσίες στις αντίστοιχες εφορίες, οι οποίες το επικυρώνουν και αναλαμβάνουν να το εισπράξουν. Παρατηρείται έτσι μια προσπάθεια αποπολιτικοποίησης της ίδιας της άρνησης του στρατού, καθώς το ξεκάθαρα κατασταλτικό μέτρο (πρόστιμο) απέναντι στους ολικούς αρνητές στράτευσης χάνεται μέσα στα φορολογικά μας μητρώα και αντιμετωπίζεται σαν ένα οποιοδήποτε άλλο χρέος μπορεί να έχει κάποιος προς το δημόσιο. Τα επιβαλλόμενα χρέη μάς οδηγούν σε οικονομικούς πλέον περιορισμούς και εκβιασμούς. Η μη έκδοση φορολογικής ενημερότητας, οι εργασιακές δυσκολίες σε περιπτώσεις εργαζόμενων με μπλοκάκι, αλλά και οι δεσμεύσεις και κατασχέσεις λογαριασμών που παρατηρούμε το τελευταίο διάστημα, είναι μερικοί μόνο από αυτούς.
Οι “ρομαντικές” όμως ιστορίες μεταξύ ελληνικού κράτους και ανυπότακτων, δεν τελειώνουν εδώ. Η τελευταία τέτοια κίνηση, είναι ένα νομοσχέδιο του εθνικόφρονα υπουργού εθνικής άμυνας Π. Καμμένου, στις αρχές του 2016. Οι στρατολογίες δεν αμελούν να μας το γνωστοποιήσουν, μέσω ηλεκτρονικών και μη ταχυδρομείων, προσκαλώντας μας να τακτοποιήσουμε τις εκκρεμότητές μας μέχρι το τέλος του 2017. Σαν δείγμα μεγαλοψυχίας, θα αρθούν όλες οι κυρώσεις, είτε αυτές είναι οικονομικές είτε είναι ποινικές. Παράλληλα, παρόλο που όσα στρατοδικεία πραγματοποιήθηκαν τους τελευταίους μήνες παραγράφηκαν (λόγω διατάγματος για την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων), τα πρόστιμα συνεχίζουν να επιδίδονται με αμείωτους ρυθμούς. Όταν όμως λήξει η προθεσμία “συμμόρφωσης” και αφού θα έχουμε μείνει μόνο όσοι αρνηθήκαμε τον συμβιβασμό, φανταζόμαστε ότι θα είμαστε αποδέκτες ιδιαίτερα μιας ακόμα “στοργικής φροντίδας”.
Επομένως, διαχρονικά οι ανυπότακτοι, αλλά κατά κύριο λόγο οι ολικοί αρνητές στράτευσης, αποτελούν τους ιδανικούς δοκιμαστικούς σωλήνες της καταστολής, με σκοπό οι εφαρμογές της να επεκταθούν και ευρύτερα σε αντιστεκόμενα κοινωνικά κομμάτια. Αναντίστοιχες διώξεις για “ελαφρά αδικήματα” που έχουν όμως πολιτικά χαρακτηριστικά, καθώς και διοικητικά πρόστιμα για πράξεις κοινωνικής αντίστασης είναι ίσως μια εικόνα από το όχι και τόσο μακρινό μέλλον.
Εθνική αφήγηση και εθνική ενότητα
Ένα από τα ιδεολογήματα που χρησιμοποιούν διαρκώς τα κράτη στις εποχές των οικονομικών και θεσμικών κρίσεων, οι οποίες οδηγούν από τη μία σε κοινωνικούς και θεσμικούς μετασχηματισμούς (φυσικά προς όφελος της εξουσίας) και από την άλλη σε κοινωνικές αντιδράσεις, είναι αυτό της εθνικής ενότητας. Η κατασκευασμένη έννοια του έθνους(δημιούργημα του 18ου αιώνα) αποσκοπεί στο να δώσει κοινά χαρακτηριστικά σε πληθυσμούς, οι οποίοι σε διαφορετική περίπτωση ενδεχομένως να μη διασταυρώνονταν πολιτισμικά σε κανένα επίπεδο –απλά τυχαίνει να κατοικούν σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, κάτω από την ίδια εξουσία. Η εθνική ενότητα έρχεται να δώσει σε αυτούς ένα κοινό αίσθημα ότι κάτι καλό γίνεται για όλους. Επιχειρεί να αποπροσανατολίσει από την κριτική στους κυρίαρχους θεσμούς και κατ’ επέκταση από τις αντιδράσεις και τις αντιστάσεις και να δώσει ένα νόημα και ένα άλλοθι στα πολιτικά παιχνίδια τους. Η χρήση βέβαια της εθνικής αφήγησης, με απώτερο σκοπό την υποτιθέμενη “έξοδο από την κρίση”, αγαπημένη φράση της εξουσίας, αποσκοπεί στη δημιουργία μιας λανθασμένης εικόνας. Αυτή αφορά το ψευδολόγημα ότι όλοι επηρεαζόμαστε το ίδιο από την κρίση και άρα ο “αγώνας” και οι θυσίες για το ξεπέρασμά της δεν γνωρίζει τάξεις και διαχωρισμούς.
Από μεριάς μας, δεν θεωρούμε πως όλοι επηρεαζόμαστε το ίδιο. Προφανώς και οι κατέχοντες τον πλούτο και την εξουσία, βρίσκουν πάντα τις διεξόδους τους σε καιρό κρίσης και εν τέλει αυξάνουν τα κέρδη και τα κεφάλαιά τους. Αντιθέτως, οι “από τα κάτω” είμαστε αυτοί που τελικά βιώνουμε τα επακόλουθα της κρίσης, μέσω της υποβάθμισης των ζωών μας. Επίσης, δεν έχουμε καμία αυταπάτη για το αν η εθνική ενότητα μπορεί να παίξει το συνδετικό κρίκο στους κοινωνικούς αγώνες, αφού από μόνη της η έννοια του έθνους είναι πλασμένη να ευνοεί αυτούς που ασκούν και διαχειρίζονται την εξουσία. Δεν νιώθουμε καμία ενότητα με τέτοια χαρακτηριστικά, εφόσον δεν τρέφουμε κανένα πατριωτικό ή εθνικό αίσθημα. Αντιθέτως νιώθουμε κοινωνικά και ταξικά συνδεδεμένοι με όλους τους καταπιεσμένους ανά τον κόσμο και είναι αυτοί με τους οποίους θέλουμε να ενώσουμε τους αγώνες μας, όντας αλληλέγγυοι μακριά από εθνικά χαρακτηριστικά.
Στρατός – για την ασφάλεια από τον εξωτερικό εχθρό…
Η χρήση της γλώσσας αποτελούσε πάντα ένα εργαλείο διαστρέβλωσης της πραγματικότητας από την άρχουσα τάξη, προκειμένου γεγονότα που θα ήταν μη αποδεκτά ή θα προκαλούσαν κοινωνικό αποτροπιασμό, να ωραιοποιούνται με σκοπό να κατευνάσει τις όποιες κοινωνικές αντιδράσεις. Στην τρέχουσα ιστορική περίοδο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η έννοια της ασφάλειας. Ο όρος αυτός, αντανακλώντας ουσιαστικά μια ολόκληρη ιδεολογία, χρησιμοποιείται επανειλημμένα από τους θεσμούς εξουσίας ως ένας ευφημισμός της εξασφάλισης των δικών τους συμφερόντων αλλά και της επιτήρησης και καταστολής μέρους της κοινωνίας. Ας το εξηγήσουμε λίγο καλύτερα…
Προκειμένου τα κράτη να δικαιολογήσουν τις πολεμικές επιχειρήσεις εκτός των συνόρων τους παίζοντας γεωστρατηγικά/γεωπολιτικά παιχνίδια, για την επέκταση κεφαλαίου και τη λεηλασία φυσικών πόρων, εφευρίσκουν διάφορες ωραίες εκφράσεις όπως: ανθρωπιστικές επεμβάσεις για προστασία πληθυσμιακών ομάδων, αποκατάσταση της δημοκρατίας (από δικτατορικά καθεστώτα), επιχειρήσεις εναντίον τρομοκρατικών οργανώσεων κ.ά. Όλα αυτά γίνονται πάντα στο όνομα της παροχής ασφάλειας είτε προς τους πληθυσμούς των περιοχών που γίνονται οι επεμβάσεις αυτές είτε προς τους κατοίκους των δυτικών κρατών από διεθνείς απειλές (π.χ. τρομοκρατία).
Το αποτέλεσμα όμως επί της ουσίας είναι η δημιουργία μιας κατάστασης πλήρους ανασφάλειας που απεικονίζεται από τις εκατόμβες νεκρών αμάχων, την ισοπέδωση ολόκληρων πόλεων και την καταστροφή βασικών υποδομών υποστήριξης των ντόπιων πληθυσμών, την οικολογική γενοκτονία (π.χ. χρήση απεμπλουτισμένου ουρανίου από το ΝΑΤΟ στην περίπτωση του Κοσσόβου) και τον εκτοπισμό εκατομμυρίων που οδηγούνται στη μετανάστευση. Με άλλα λόγια, ο όρος διεθνής τρομοκρατία ταιριάζει άψογα στο να περιγράψει τις πολεμικές επεμβάσεις των ίδιων των κρατών και ο ισχυρισμός περί ασφάλειας είναι απλά ένα ευφάνταστο παραμύθι ποτισμένο στο αίμα.
Οι ίδιοι στρατοί λοιπόν που ισοπεδώνουν και λεηλατούν πόλεις και εξαθλιώνουν πληθυσμούς, φτιάχνοντας έτσι το εύφορο έδαφος για τη δημιουργία μίσους και θρησκευτικού φονταμενταλισμού, είναι αυτοί που βγαίνουν στις μητροπόλεις προσποιούμενοι τους κοινωνικούς προστάτες και τους υποτιθέμενους λύτες των προβλημάτων που οι ίδιοι κατασκεύασαν. Προστάτες από το φόβο της “ασύμμετρης τρομοκρατικής απειλής” που εν δυνάμει βρίσκεται –για αυτούς– σε κάθε μετανάστη. Πάνω σε αυτό το φόβο, ένα ολόκληρο πλέγμα βιομηχανιών αναπτύσσεται και ευδοκιμεί με κέρδη δισεκατομμυρίων: τεχνολογίες επιτήρησης, ερευνητικά προγράμματα, δολοφονικοί φράχτες (που οδηγούν τους μετανάστες στα θαλάσσια περάσματα και στον πνιγμό), κέντρα κράτησης για όσους γλύτωσαν τον πνιγμό, απελάσεις για όσους δεν…χωράνε, περιπολίες και φύλαξη των χερσαίων και θαλάσσιων συνόρων, drones για επιτήρηση και επιθέσεις ”τρομοκρατικών στόχων”, και φυσικά όλη η υπόλοιπη πολεμική βιομηχανία που με τις νέες επιθέσεις κλείνει τον επαναλαμβανόμενο κύκλο. Το παζλ της κερδοσκοπίας στα σώματα των μεταναστών ολοκληρώνει ένα πλήθος από ΜΚΟ που έρχεται ως ένας μοντέρνος ιεραπόστολος ανιδιοτέλειας να διαχειριστεί τα αποτελέσματα του πολέμου στο επίπεδο της ανθρωπιστικής βοήθειας. Μέσα σε όλο αυτό το συνονθύλευμα, και πάντα με την αμέριστη συμβολή των ΜΜΕ, ως γνήσιοι μηχανισμοί διάχυσης των κυρίαρχων ιδεολογιών και διαστρεβλωτές της πραγματικότητας, μεγάλο μέρος των κοινωνιών αδυνατούν να δουν τα φαινόμενα στη ρίζα τους, αρχίζουν να αποδέχονται ως μια κανονικότητα το μόνιμο καθεστώς του φόβου και ζουν με τις ψευδαισθήσεις ότι ο στρατός έχει σημαίνοντα κοινωνικό ρόλο.
Ο ελληνικός στρατός με τη σειρά του (αν και δεν έχει βγει –ακόμα– στους δρόμους της ελληνικής επικράτειας ως προστάτης από τρομοκρατικά κτυπήματα όπως οι στρατοί στις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες), προσπαθεί να ξεπλύνει το δολοφονικό και εθνικιστικό του πρόσωπο ως ο βασικός διαχειριστής της “προσφυγικής κρίσης”. Θέλοντας να εξασφαλίσει την κοινωνική αποδοχή και επιβράβευση, φοράει ειρωνικά το “ανθρωπιστικό” του προσωπείο και διαχειρίζεται τους κατατρεγμένους αυτού του κόσμου με τη συνήθη κυνικότητα που τον διακρίνει. Έχοντας συμβάλλει στον εκτοπισμό τους (με τη συμμετοχή του στις…επιχειρήσεις υποστήριξης της ειρήνης –όπως τις ονομάζουν– στο Κογκό, στο Ιράκ, στη Δ. Σαχάρα, στη Σομαλία, στο Σουδάν, στο Λίβανο, στο Τσαντ, στο Αφγανιστάν, στο Μάλι, στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία κ.α.) στέκεται…“αλληλέγγυος” στους μετανάστες όσο τα φώτα της δημοσιότητας είναι μπροστά. Φυσικά με το αζημίωτο, αφού στο στρατό όσο και στις υπόλοιπες δομές του κράτους, τίποτα δεν γίνεται χωρίς τα απαραίτητα (υλικά και μη) ανταλλάγματα. Τα ευρωπαϊκά κονδύλια και η “ανάπτυξη” στην Ελλάδα της συγκυβέρνησης σύριζα-ανέλ είναι άμεσα συνδεδεμένα με την “προσφυγική κρίση” και τα κέντρα κράτησης, ενώ ο στρατός είναι από τους βασικούς αποδέκτες τους (από το 2015 –και μέχρι σήμερα τουλάχιστον– το υπουργείο εθνικής άμυνας διαχειρίζεται 89 εκατ. ευρώ). Όταν τα φώτα της δημοσιότητας βέβαια σβήσουν, η “αλληλεγγύη” του ελληνικού στρατού απεικονίζεται στην αποτροπή της ελεύθερης μετακίνησης των ξεριζωμένων περιπολώντας στα χερσαία και θαλάσσια σύνορα του ελληνικού κράτους, στον εγκλεισμό μέσα σε στρατόπεδα-κέντρα κράτησης, άλλοτε κλειστά και άλλοτε ανοικτά –αλλά σε νησιά που έχουν μετατραπεί σε πλωτές φυλακές–, πάντα σε συνθήκες εξαθλίωσης οι οποίες οδηγούν ακόμα και στις έμμεσες δολοφονίες.
…Αλλά και την ασφάλεια από τον εσωτερικό
Ο ευφημισμός των δομών εξουσίας περί ασφάλειας όμως δεν εξαντλείται στο πεδίο των εξωτερικών κινδύνων των κρατών. Εκτός από τους μετανάστες, πλέον και ο εγχώριος πληθυσμός αποτελεί δυνητικά απειλή για την ασφάλεια· σε αυτήν την περίπτωση, εκείνη της διατήρησης της αποκαλούμενης συστημικής σταθερότητας. Όντας σήμερα σε μια περίοδο όπου το καπιταλιστικό σύστημα έχει οξύνει σε ακραία επίπεδα τις κοινωνικές ανισότητες διαπράττοντας ταυτόχρονα τον βιασμό του φυσικού περιβάλλοντος στο όνομα του κέρδους και του φετιχισμού της ανάπτυξης, έχει ιδιαίτερη σημασία η κατάπνιξη οποιασδήποτε μορφής αμφισβήτησης των κυρίαρχων ιδεολογιών. Πιο εύκολα πρέπει να φαντάζει στις κοινωνικές συνειδήσεις το τέλος του κόσμου παρά το τέλος του καπιταλισμού.
Εκκινώντας λοιπόν και πάλι από τα συμπτώματα αυτής της κοινωνικής κατάστασης(εθνικιστικές, θρησκευτικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις, δημογραφική έξαρση και οικονομική δυσπραγία, έλλειψη βασικών πόρων, κλιματική αλλαγή κ.λπ.), και όχι από τις αιτίες(κοινωνικοοικονομικό σύστημα και κοινωνικές σχέσεις που δημιουργεί και αναπαράγει), ο ελληνικός στρατός, σε συνεργασία με άλλους διακρατικούς και μη οργανισμούς, προετοιμάζεται για τη διασφάλιση του στάτους κβο, στο εσωτερικό πλέον του κράτους που υπηρετεί. Εκτός από τον γνωστό ιστορικά απεργοσπαστικό του ρόλο, αστυνομικοποιείται και προετοιμάζεται για την καταστολή κοινωνικών αντιδράσεων. Εξασκείται στην αντιμετώπιση «οχλοκρατικών εκδηλώσεων στη διάρκεια ειρηνευτικής αποστολής»(Βέροια, Μάρτιος 2002), στην «αντιμετώπιση διαδηλωτών κατά του ΝΑΤΟ»(Παπάγου, Ιούνιος 2006), στην καταστολή πλήθους (άσκηση «Καλλίμαχος» 2011 και 2013, Κιλκίς Ιούνιος 2011) κ.ά. Τον Οκτώβριο του 2012 μάλιστα, εξαιτίας εφόδου των ναυτεργατών στο υπουργείο εθνικής άμυνας ύστερα από διαδήλωση, κλήθηκε η 71η αερομεταφερόμενη ταξιαρχία, που ειδικεύεται στην αντιμετώπιση καταστολής πλήθους να εκπαιδεύσει στελέχη διακλαδικής στρατονομίας για την προστασία του υπουργείου και άλλων στρατιωτικών χώρων. Η επιβεβαίωση όλων των παραπάνω ήρθε όταν, ως ακροατές σε στρατοδικείο ολικού αρνητή στράτευσης, ακούσαμε μαρτυρία από πρώην απόστρατο υπαξιωματικό του στρατού ξηράς, να παραδέχεται τη διαταγή που είχε βγει προς όλα τα στρατόπεδα την περίοδο της εξέγερσης του Δεκέμβρη του 2008 να είναι σε επιφυλακή.
Είτε εξωτερικός λοιπόν, είτε εσωτερικός, ο κατασκευασμένος εχθρός είναι παντού. Το δόγμα της ασφάλειας καθολικοποιείται και διαχέεται σε όλες τις κοινωνικές πτυχές. Η φράση του πρωθυπουργού της Γαλλίας Μανουέλ Βαλς ότι “η ασφάλεια είναι η σπουδαιότερη από όλες τις ελευθερίες”, δείχνει τα πρώτα δείγματα ενός επερχόμενου δυστοπικού μέλλοντος. Ενός καθεστώτος φόβου και ασφαλειοκρατίας, όπου όλες οι κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις εντός και εκτός ενός κράτους μπορούν να μετατραπούν (κατά το δοκούν από τους αρμόδιους) σε ζητήματα (υπερ)εθνικής ασφάλειας. Σε αυτές τις κοινωνίες του φόβου και της μόνιμης ανασφάλειας λοιπόν, όπου ο στρατός αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες συντήρησής τους τους, η επιλογή της ολικής άρνησης στράτευσης έρχεται να αποτελέσει ένα ανάχωμα.
Λίγα λόγια για το κλείσιμο
Οι παραπάνω λοιπόν είναι λίγοι από τους λόγους που αρνούμαστε να υπηρετήσουμε τον στρατό του ελληνικού κράτους και για αυτή μας την επιλογή, μας διώκει. Ενώ εκείνο είναι που κατασκευάζει όπλα (π.χ. με την αναδιαμόρφωση του νομισματοκοπείου στο Κεφαλόβρυσο για την παραγωγή σφαιρών), λαμβάνει μέρος σε δολοφονικούς πολέμους, συμμετέχει στην λεηλασία τοπίων και τον εκτοπισμό πληθυσμών, ποτίζοντάς μας στο ψέμα ότι όλα αυτά είναι για το καλό μας, έρχεται να αποκαλέσει εμάς εγκληματίες διώκοντάς μας για το στυγερό “έγκλημα” της ανυποταξίας, ή για να το πούμε πιο σωστά, για τη θέλησή μας να ζήσουμε σε μια κοινωνία χωρίς πολέμους, ρατσισμό, εθνικισμό, σεξισμό, μιλιταρισμό και πλαστά έθνη-κράτη.
Όπως και άλλοι ολικοί αρνητές έτσι κι εμείς, δεν έχουμε αφεθεί στο απυρόβλητο από τα κατασταλτικά “φιλέματα” του ελληνικού κράτους και πιο συγκεκριμένα από την οικονομική εκδοχή του προστίμου των 6000 ευρώ. Ευχαριστούμε θερμά το ελληνικό κράτος αλλά δεν σκοπεύουμε να δεχτούμε τους εκβιασμούς ούτε να μαγευτούμε από τις Σειρήνες της αφομοίωσης που μας καλούν να τακτοποιήσουμε τις εκκρεμότητές μας. Για αυτό λοιπόν αρνούμαστε να πληρώσουμε οποιοδήποτε πρόστιμο έρχεται ως αποτέλεσμα αυτής της επιλογής μας, καθώς επίσης και να ενδώσουμε στην πρόταση ανακωχής –κάνοντας ουσιαστικά έκπτωση στα αξιακά μας κριτήρια– ή να αλλάξουμε στάση λόγω ενδεχόμενων μελλοντικών ποινικών διώξεων.
Στην τρέχουσα ιστορική συγκυρία, το πρόταγμα της ολικής άρνησης στράτευσης, διαβάζοντάς το όχι μέσα από το επιφανειακό πρίσμα της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας, αλλά από αυτό της γενικότερης στάσης ζωής, βάζει ένα μικρό λιθαράκι συμβολής στην ανυπακοή απέναντι στα χαρτιά της εξουσίας. Δεν αφορά μόνο τους άνδρες από την ηλικία των 18, οπότε και σε καλεί το ελληνικό κράτος στην αγκαλιά της εξουσιαστικής κατήχησης, μέχρι αυτή των 45 οπότε και θεωρεί ότι δεν αποτελείς πλέον εύφορο έδαφος αλλαγής συνειδήσεων. Αφορά τον οποιονδήποτε και την οποιαδήποτε, από τη στιγμή που θα συνειδητοποιήσει την ασυμβατότητα όλων αυτών των αξιών που αναπαράγονται από τον θεσμό του στρατού, με τις αξίες της κοινωνίας που οραματίζεται ο ίδιος και η ίδια, και αποτελεί μια διαρκή στάση ζωής μέχρι την πραγμάτωση μιας ελεύθερης κοινωνίας της αλληλεγγύης και της ισότητας.
Για μια απελεύθερη κοινωνία λοιπόν, ούτε μια ώρα στα χακί
Σπύρος Καλούδης / Κώστας Μαλακάσης
Απρίλης 2017
The statement can be found in an enriched pdf format here.
—
COLLECTIVE STATEMENT OF TOTAL OBJECTION OF ARMY
“We were trained in the army for ten weeks and in this time more profoundly influenced than by ten years at school. We learned that a bright button is weightier than four volumes of Schopenhauer. At first astonished, then embittered, and finally indifferent, we recognised that what matters is not the mind but the boot brush, not intelligence but the system, not freedom but drill. We became soldiers with eagerness and enthusiasm, but they have done everything to knock that out of us. After three weeks it was no longer incomprehensible to us that a braided postman should have more authority over us than had formerly our parents, our teachers, and the whole gamut of culture from Plato to Goethe. With our young, awakened eyes we saw that the classical conception of the Fatherland held by our teachers resolved itself here into a renunciation of personality such as one would not ask of the meanest servants–salutes, springing to attention, parade-marches, presenting arms, right wheel, left wheel, clicking the heels, insults, and a thousand pettifogging details. We had fancied our task would be different, only to find we were to be trained for heroism as though we were circus-ponies.”
Erich Maria Remarque, All Quiet on the Western Front
As it normally happens in the last 100 years in the place we happened to be born, now the bell has tolled for us. Once we became adults, the “proud” moment came to serve the greek state. To fulfill our duty to our homeland, which as they told us, we must love without questioning why. They told us that we would become men, without asking us though if we really want to reproduce gender-based and sexist divisions. They told us that in the case of war, the burden of defending the nation would fall on us, taking it for granted that the nation is something sacred to us. They told us that they would prepare us to fight in the battlefront, without asking us if we desire to fight for the interests of our oppressors. They told us that we would become heroes! Things were simple.
We would have to learn to execute orders.
We would have to learn to be disciplined.
We would have to learn to dress uniformly.
We would have to learn not to judge.
We would have to join the greek army!!
The same state that educated us inside prison-schools, that talked our ear off for the existence of a greater deity and enforced us to strict social and organisational models, now attempts to teach us to obey someone that will show us how to fight a war; an enlightened leader that holds the truth, the right and wrong, while we should stay silent. We should nurture snitching instead of solidarity; hierarchy, submission, sexism and nationalism instead of equality and freedom.
The state mechanisms do whatever they can in order to produce people which, after the completion of their education, are called citizens and ought to have some specific characteristics. Characteristics that are enforced in a “natural” way through the institutions that the individual comes into contact with from a very early age, so that (s)he ends up being “useful” to society. Useful actually to the very small percentage of the global population that possesses the majority of the wealth and retaining it by trampling over the subaltern of society. The army, forming a perfect miniature model of society, is one more institution that strengthens the cultivation and reproduction of these characteristics.
Self-organization
What they did not take into account, though, is that we do not consider it as a given to enlist. We stand up against the most murderous institutions of states and not just the greek army, which we are called to serve. We decide to refuse to offer any of our services to an institution that constitutes the most characteristic expression of militarism.
For some years now, we are participating in self-organized groups. Groups that critically analyse the current social condition, pit against its authoritarian strands and attempt to form something new in its place. Together with our comrades, we attempt on a daily basis to create a new reality, free from any form of power relations and exploitation, having solidarity and collective thought and action as its foundational characteristics.
Thus, accepting to serve a military institution would be like negating our values and eventually ourselves. We do not think that self-organisation can fit in the army which is by its very nature a hierarchical and authoritarian formation. Neither militarism nor militaristic organization has a place in our collective ways of organising, which in turn do not recognise leaders, heroes or any form of authority that is supposed to guide people to the right direction. Our ways, in contrast, recognise nothing other than collective decisions and actions through horizontal self-organized processes.
The choice of total objection of army
We choose the public statement of total objection of army, considering that in this way we participate in a struggle that has been going on for three decades and aims at the direct opposition to the institution of army. Additionally, we choose to state our objection in a collective way, in order to show our stance of responding collectively to the individual-based calls from the army. The ruling power tends to prosecute us singly, operating in a direction of individualising each and every case. We stand on the opposite side of this, putting forward collective forms of struggle, resistance and objection.
Furthermore, considering antimilitarism as one of the frontlines in the more general anti-institutional struggle against states and nations, we choose not to appear in front of any kind of committee that will do us a favour and allow us not to serve the military. Something like this would require our participation in a role playing game, where we would again have to “lose” our values and pretend that we wish to serve in the army but we are not able to, due to some psychological or physical disease; while at the same time we would have to “legitimise” the method which the very same institution we oppose to, uses as a valve of relieving the pressure of the problem of draft evaders.
The same criteria motivate us also for refusing the alternative social service. An alternative service in other words to the greek state, where terms and conditions are put unilaterally by the one that is in the position of power. The greek state ironically defines what constitutes social contribution and attempts to encompass us in it. Ironically, because the truth of the matter is that it has a great spectrum of social services to show off to its citizens, directing them to the path of well-being: from the increase in suicides during the “crisis” period (or more precisely the widening of the economic inequality gap), the sell-off of natural landscapes for profiteering purposes (e.g. the case of gold mining in Skouries in Chalkidiki); to the subsidies of the ecocidal agriculture and the enclosure-commodification of naturally abundant resources such as water and energy. On the other hand, we believe to have the foundational values to judge by ourselves what really constitutes social contribution and self-determine how we will allocate our time wherever and however we want, without the interference of any power structure.
Oppression and assimilation
For our choice of not doing our military service, the greek state “rewards” us with a variety of penal and financial prosecutions. Draft evading continues to have hard sanctions, even though it has constituted a misdemeanor since 2003, when the greek state revoked the condition of general military draft in a war period that was declared in 1974. As a consequence of being insubordinate, a prohibition of exiting the country is enforced, which in conjunction with the inability of issuing a passport, functions as a means of restricting our “free” movement to other countries. The so called national enemies have to remain restricted with fewer “privileges” from the rest of society, when they directly question the states’ “fundamental principles”. Our confinement in the country we happened to be born, is just the result of the state’s vindictiveness towards our refusal to accept the national identity.
In addition to these sanctions, we receive countless disturbances from the army and police services with the goal of convincing us to enlist. Since 2013, these disturbances have been amplified by the arrests of total objectors of army with the process of flagrante delicto, one more “compliment” by the greek state to those that resist. Non-compliance led to military courts, which put us on trial for our choice to refuse to kill and be killed for the nation.
Following the prosecutions, with a law enacted by ministers of finance and national defense G.Papakonstantinou and E. Venizelos from 2010 onwards, the addition of an administrative fine amounting to 6000 euros has been enforced. This fine is sent from the army agencies to the corresponding tax offices which in turn validate it and take the responsibility to collect it. Hence, an attempt of depoliticising the very refusal of the army is observed, since the apparent oppressive measure (fine) towards the total objectors of army is lost in the tax registries and dealt with as one more type of private debt that someone has towards the government. These enforced debts lead us subsequently to financial restrictions and blackmails. The inability to issue tax clearance, the workplace difficulties of freelancers and the blocking and foreclosure of bank accounts seen in the recent period, are just a small number of them.
The “romantic” stories, though, between the greek state and the draft evaders do not end here. The last move is a law enacted by the blimpish minister of national defense P.Kamenos in the beginning of 2016. The army agencies do not neglect to remind it to us, via post and email, inviting us to sort out our duties until the end of 2017. As a sign of generosity, all sanctions will be revoked whether these are financial or penal. Simultaneously, even though the military courts that took place in the last few months have lapsed (due to a decree for the decongestion of the courts), the fines keep being delivered unstoppably. When the period of “compliance” expires, though, and we are the only ones left refusing to compromise, we estimate that we will receive a particularly great “loving care”.
Hence, draft evaders, and foremost total objectors of army, have been over time the ideal test tubes of oppression, so that its applications can be expanded widely across groups of social resistance. Disproportionate prosecutions for “small crimes” that do have though political characteristics, as well as administrative fines for acts of social resistance, are a probable image from the not-too-distant future.
National narrative and national unity
One of the ideologies constantly used by states in periods of economic and institutional crises, which lead on one hand to social and institutional transformations (obviously benefiting the power structures) and on the other to social opposition, is that of the so called national unity. The manufactured concept of the nation (a creation of the 18th century) aims to give common characteristics to populations, which in a different case might not culturally intersect at any level; they just happen to live in a specific geographical region under the same authority. National unity gives to these populations a common feeling that something good is taking place for everyone. It attempts to mislead from the criticism of the dominant institutions and consequently from the social reactions and resistance at large and give a meaning and alibi in their political games. The use of course of the national narrative, with the greater goal of the so called “exit from the crisis” -a favourite phrase of the powers that be- aims to form a false image. It is about the pseudo-ideology that everyone is affected to the same extent from the crisis, so the “struggle” and sacrifices for overcoming the crisis is devoid of classes and divisions.
On our part, we do not believe that we are all affected the same. Apparently, the owners of wealth and power always find their recourse in a crisis period and eventually increase their profit and capital. On the contrary, the subaltern are the ones that experience the consequences of the crisis, through the degradation of their lives. Furthermore, we do not have any delusion whether national unity can be the missing link in the social struggles, since the very notion of a nation is molded to favour those that exert and manage power. We do not feel any unity based on this kind of characteristics, because we do not foster any patriotic or national feeling. Instead, we feel connected through social and class means with all the oppressed of the world and it is with them that we want to unify our struggles, being in solidarity beyond any national characteristics.
Army – For the security from the external enemy…
The use of language has always been used as a tool for the distortion of reality by the ruling class, for the purpose of idealizing non-legitimate events or events likely to cause social repulsion, in an effort to appease social reactions. At the current historical period, a classic example is the concept of security. This term, which actually reflects a whole ideology, is repeatedly being used by the institutions of power as a euphemism not only to secure their interests but also for the surveillance and repression of part of society. But let us elaborate on this a bit…
In order for the states to justify the war operations outside their borders, while they are playing geostrategic/geopolitical games to generate capital expansion and pillage natural resources, they have come up with several nice expressions like: humanitarian interventions to protect certain population groups, restoration of democracy (from dictatorships), operations against terrorist groups etc. All these are rationalized in the name of security provision either towards populations in the areas where the operations are taking place, or towards populations in western states against national threats (e.g. terrorism).
The substantial outcome is, however, a state of total insecurity portrayed in civilian carnage, in the ruins of entire cities and the destruction of basic supportive infrastructure belonging to local populations, in the ecological genocide (e.g. the use of depleted uranium from NATO in the case of Kosovo) and in the displacement of millions that are consequently driven to migration. In other words, the term international terrorism is perfectly suited to describe, by all means, the war operations of the states themselves and the claim on security is just an imaginative fairytale steeped in blood.
The same armies that rape and plunder cities and impoverish populations, providing in this way, a fertile ground for the creation of hate and religious fundamentalism, are the very ones that go out at the metropoles pretending the social protectors and the supposedly solvers of the problems that they have created in the first place. Protectors against the fear of the “asymmetric terrorist threat” that is potentially found -according to them- in every migrant. Based on that fear, a whole
complex of industries is developed and thrives with profits of billions: surveillance technologies, research programs, lethal fences (that lead migrants across sea passages into drowning), detention centres for those who escaped drowning, deportations for those who do not fit, patrols and security of terrestrial and sea borders, drones for surveillance and attacks against “terrorist targets”, and, of course, all the remaining war industry whose new attacks complete this recurring cycle. A multitude of NGO’s fills the puzzle of profiteering on the migrants’ bodies coming as modern missionaries of altruism to address the effects of war in terms of humanitarian aid. Absorbed by this patchwork, and always with the unconditional support of the media, which acts as a genuine diffusion mechanism of the pervading ideologies and distractor of reality, a huge part of society becomes unable to see the root causes of these problems and starts accepting this permanent state of fear as a normality, living alongside with the delusions that the army has a meaningful social role.
The greek army, in turn (even if it has yet to appear on the roads of the greek territory as a protector from terrorist attacks, like the armies in other European capitals), is trying to whitewash its murderous and nationalistic profile, by being the basic administrator of the “refuge crisis”. Seeking to secure social acceptance and praise, it ironically masquerades in its “humanitarian” guise and manages the persecuted of this world with its usual distinguishing cynicism. Having played a significant role in their displacement (by being part of the…peacekeeping operations at Congo, Iraq, W. Sahara, Somalia, Soudan, Lebanon, Chad, Afghanistan, Mali, Central African Democracy etc.) stands… in solidarity with the migrants as long as the lights of publicity are shining. And, of course, not without a reward, because in the army as in all other state’s structures, no service is rendered without anything adequate being required in return. The European funding and the “development” in Greece of Sy.riz.a. and An.el. are directly connected to the “refugee crisis” and the detention centres, and
the army is one of the prime recipients of such funds (as from 2015 -and at least up until now- the ministry of national defence manages 89 million euros). When the lights of publicity go out, the “solidarity” of the greek army is naturally portrayed on the restriction of free movement for the uprooted populations by patrolling the terrestrial and sea borders of the greek state, on their confinement in military camps-detention centres, either closed or open -but still on islands that have been turned into floating prisons-, always under conditions of deprivation that can even result in indirect assassinations.
…and the security from the internal
Nevertheless, the euphemism of the power structures about security flourishes beyond the field of the states’ external risks. Apart from migrants, now the local population also constitutes a potential threat to security. In this case, it relates to the maintenance of the so-called systemic stability. Being today in a period where the capitalistic system has extremely deepened social inequality, while simultaneously committing an excessive rape of the natural environment in the name of profit and with a fetishistic devotion to growth, it becomes particularly important to suppress any voice that is to call into question the dominant ideologies. It has to be easier for the social conscience to imagine the end of the world than to imagine the end of capitalism.
The greek army initiates its actions once again with regard to the symptoms of this social situation (national, religious and social conflicts, population rise and economic distress, lack of basic resources, climate change etc.), rather than the causes (the socio- economic system and the social relations which it creates and reproduces), and by working together with other (inter)governmental organisations, is preparing to safeguard the status quo within the territory of the state it serves. Apart from its well known history of its role as a strike-breaker, it is now in the process of policification and prepares itself for the repression of social reactions. It is being trained to address “mob actions during peacekeeping missions” (Veroia, March 2002), to deal with demonstrators against NATO” (Papagou, June 2006), or mob repression (“Kallimachos”, Kilkis, 2011 and 2013) etc. In fact, in October 2012, due to the shipyard workers’ raid on the ministry of national defence after a demonstration, the 71 air cavalry brigate, which specializes in crowd and riot control, was called to train officers of inter-sectoral military police for protecting the ministry and other military places. The confirmation of the above came in a court room during a trial of a total army objector, where we witnessed a confession from a former army lieutenant, conceding the order issued to all the military camps in the uprising of December 2008 , to be alerted and ready to engage.
Either external, or internal, the fabricated enemy is everywhere. The doctrine of security is universalised and diffused in every aspect of society. The phrase of the french prime minister Manuel Valls that “security is the greatest of all freedoms”, shows the early signs of an upcoming dystopian future. A state of fear and securocracy, in which all social and political affairs within and outside a country can be transformed (if they are defined as such by the authorities) into issues of (inter)national security. In these societies of fear and permanent insecurity, where the army constitutes an essential pillar for their preservation, the choice of total army objection comes ultimately as a bulwark.
A few words for closing
All the above are just a few of the reasons why we deny to serve the army of the greek state, and because of this choice, it prosecutes us. Even though the state is the very one which constructs weapons (e.g. the repurposing of a coin factory at Kefalovrysso for the construction of bullets), which participates in murderous wars, takes part in the pillaging of natural resources and in the displacement of populations -lying that all these happen for the common good-, this same state is calling us criminals and prosecutes us for the heinous “crime” of draft evasion, or to put it more accurately, for our will to live in a society free of war, racism, nationalism, sexism, militarism and fabricated nation-states.
Like other total army objectors, we have not been granted immunity from the oppressive treats of the greek state and more specifically from its economic version, of the 6000 euros fine. For this, we offer our warmest thanks to the greek state but we are not going to give way to the blackmail, or get charmed by the Sirens of assimilation that call out on us to resolve our outstanding issues. For these reasons we deny to pay whatever fine is imposed on us as a consequence of our choice and we are not going to give in to this offer of truce -which would actually mean to reduce our moral standards- or change our stance in the case of future prosecutions.
In the current historic context, the stance of total army objection provided it is not approached from the superficial perspective of the mandatory military service but from that of a general attitude to life, makes its small contribution by adding an extra piece of disobedience against the playing cards of the power structures. It does not only concern men from the age of 18, when the state first calls you in the bosom of its authoritative indoctrination, until the age of 45, when it believes that you will no longer offer a fertile ground for conscience change. It also concerns whoever realises that all the values created and reproduced by the army are not compatible with the values of the society that they envision. It is a stance that reflects, a continuous attitude to life, until actualizing a free society of solidarity and equality.
For a free society, not even one hour in the army
Spyros Kaloudis / Kostas Malakasis
April 2017