Σχετικά με την “ξεκούρδιστη” παρέλαση στις 28 Οκτώβρη
Α. Συμβάν
“Οι Έλληνες, ως Λαός και ως Έθνος, θα υπερασπισθούμε, υπό όρους αρραγούς ενότητας, τα Εθνικά μας Θέματα και τα Εθνικά μας Δίκαια ”
Πρ. Παυλόπουλος, πρόεδρος της δημοκρατίας, 28 Οκτώβρη 2019
Την ίδια στιγμή που στο πλαίσιο μίας ακόμα εθνικής επετείου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναφερόταν δημόσια σε κάποια «αρραγή ενότητα», κάποιες αποφάσισαν να προκαλέσουν αναμφίβολα μία ρωγμή.
Στο κέντρο του δήμου της Νέας Φιλαδέλφειας, 10 γυναίκες σχηματίζοντας ένα αυτοσχέδιο μαθητικό τμήμα ντυμένες με ρούχα παρέλασης εισέρχονται στο κυρίως σώμα της διεξαγωγής της. Η ομάδα αυτή στοιχίζεται με παρεμφερή στα στρατιωτικά πρότυπα τρόπο, παρεισφρέει στη ροή της παρέλασης και ξεκινάει σιγά σιγά να «ξεκουρδίζεται» περπατώντας με τρόπο επιτηδευμένα άτσαλο και ανομοιόμορφο. Εμπνευσμένες –κατά δήλωσή τους– από το σκετς των Monty Python «Ministry of Silly Walks», διανύουν τη διαδρομή της παρέλασης ανάμεσα στα υπόλοιπα «καλοσχηματισμένα» κομμάτια της (αυτά με τους κατά βάση βαριεστημένους/ες μαθητές/ριες που εξαναγκάζονται να συμμετέχουν στο επετειακό τσίρκο της παράτας και της σφυρίχτρας), αλλά και ανάμεσα σε «επίσημους» και «ανεπίσημους» χειροκροτητές της εθνικής μιζέριας και της κανονικότητας: πολιτικοί, δήμαρχοι και δημοτικοί σύμβουλοι, παπάδες, μπάτσοι, λοιποί θεσμικοί φορείς, αλλά και μία μερίδα κατοίκων που αναζητά στην εθνο-πανήγυρη της αρβύλας και της υποταγής την καθιερωμένη δόση πατριωτικής, μικροαστικής και οικογενειακής περηφάνειας.
Αξίζει να αναφερθεί πως το συγκεκριμένο σκετς των Monty Python προέκυψε ως άμεση αναφορά στους βρετανούς στρατιώτες του Α’ παγκοσμίου πολέμου που έπασχαν από το λεγόμενο «shell shock» (μόνιμα ψυχικά τραύματα των στρατιωτών εξαιτίας του τρόμου από τις οβίδες, τα χαρακώματα και τον θάνατο). Οι συγκεκριμένοι στρατιώτες καταδικάζονταν από τα βρετανικά στρατοδικεία επειδή θεωρούνταν ότι απειθαρχούσαν στις διαταγές, στην ομοιομορφία και γενικότερα στις νόρμες του στρατού, λόγω του «ιδιόμορφου» περπατήματός τους που ο ίδιος ο πόλεμος τούς προκάλεσε.
Η δράση αναλαμβάνεται από τα «10 στρατιωτάκια της υπο-κριτικής τέχνης» και οριοθετεί τον εαυτό της ως «καλλιτεχνική επέμβαση εκτάκτου ανάγκης», ενάντια στις σχολικές παρελάσεις, τον πόλεμο, τον μιλιταρισμό, με ουκ ολίγες αντιπατριωτικές αναφορές. Αν μη τι άλλο, οι 10 γυναίκες επέλεξαν να αποδομήσουν δημόσια, κατά τη διεξαγωγή μίας εθνο-κρατικής και εξόφθαλμα αρρενωπής τελετουργίας, τα κυρίαρχα πρότυπα της ομοιομορφίας, της κανονικότητας, του μιλιταρισμού και της πατριαρχίας. Όση απέχθεια μας προκαλούν τα εξουσιαστικά μηνύματα μιας στρατιωτικής γιορτής, άλλη τόση χαρά μας προκαλεί η αμφισβήτηση της.
Β. Θεσμικός λόγος και διαμεσολάβηση
«Το μήνυμα είναι απλό και διαχρονικό. Σήμερα ο ελληνικός λαός λέει ξανά όχι σε κάθε μορφή ολοκληρωτισμού. Και ειδικότερα στον οθωμανικό ολοκληρωτισμό.»
Χαράλαμπος Αθανασίου, αντιπρόεδρος βουλής, 28 Οκτωβρίου 2019
«Εκ μέρους της Βουλής των Ελλήνων παρακολουθήσαμε σήμερα μια εξαιρετική παρέλαση των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας, που αναδεικνύουν με το φρόνημα, τον επαγγελματισμό τους, την προσήλωσή τους ότι είναι ένας σταθερός πυλώνας για την ασφάλεια, για την σταθερότητα, για την ειρήνη στην υπηρεσία του ελληνικού λαού…»
Νίκος Βούτσης, πρόεδρος της βουλής, 25 Μαρτίου 2019
«[…] τα παιδιά, ως οι νέοι πολίτες πρέπει να μάθουν να τιμούν και να σέβονται την πατρίδα τους […]»
Νίκος Φίλης, υπουργός παιδείας (και σχολικών παρελάσεων), 21 Μαρτίου 2016
Οι παρελάσεις -μεταξύ άλλων- αποτελούν μία σημαντική αιχμή της ιδεολογικής αναπαραγωγής του μηχανισμού του στρατού και όσων αυτός πρεσβεύει. Στις εθνικές επετείους, οι μιλιταριστικές αξίες και πρακτικές βγαίνουν από τα στρατόπεδα και διαχέονται σε ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό. Σε αυτού του είδους την τελετουργία, υμνείται ο σεβασμός στην άρχουσα τάξη και την κρατική δομή, (ανα)παράγονται διάφοροι κοινωνικοί διαχωρισμοί (βάσει εθνοτικών, έμφυλων, σωματικών προτύπων) και εν τέλει το μίσος για τον Άλλο. Συγχρόνως, ανάλογα με τη συγκυρία και τα εκάστοτε διλήμματα της εξουσίας πριμοδοτείται η σιωπή, η παθητικότητα, η ανάθεση των ζωών μας σε άλλα χέρια.
Είναι δεδομένο ότι μία κοινωνική παρέμβαση που διαρρηγνύει την ομαλή διεξαγωγή μίας κρατικής τελετής θα προκαλέσει διάφορες θεσμικές αντιδράσεις. Η ρωγμή λοιπόν γίνεται άμεσα ρήγμα όταν πριν καλά καλά μιλήσουν τα ίδια τα υποκείμενα για την κίνησή τους, ο θεσμικός λόγος -από την πολιτική εξουσία μέχρι τα πάσης φύσης ΜΜΕ- σπεύδει να μεσολαβήσει στο συμβάν με τα δικά του νοήματα. Ένα ρήγμα, που ενώ ξεκίνησε να αφορά στα ζητήματα που άπλωσε η ίδια η δράση ενάντια στις παρελάσεις, καταλήγει πλέον να αφορά στην θεαματική αφομοίωση της πράξης, ενάντια στην πραγματικότητα και τα περιεχόμενα που εκείνη επιχείρησε να διαμορφώσει. Έτσι, το συμβάν όσο πετυχημένο και αν είναι στη σύλληψή του αντικαθίσταται από τον αντικατοπτρισμό του, εγκλωβισμένο σε ένα πλαίσιο υπονομευμένο εξ’ αρχής από κάθε λογής ιδεολογικούς και θεαματικούς μηχανισμούς, ανήμπορο να μετακυλήσει σε αδιαμεσολάβητα και συλλογικά πεδία αντίστασης.
Από τη μία πλευρά, ο τοπικός αρχοντίσκος της Νέας Φιλαδέλφειας, ο δήμαρχος Βούρος βαθιά ατιμασμένος για την «εθνική ντροπή» που προκλήθηκε κάτω από τη μύτη του, ανοίγει πρώτος τον χορό απειλώντας με ταυτοποίηση του «θεατρικού» τμήματος της παρέλασης από τις διωκτικές αρχές, αποκαλώντας παράλληλα τις δέκα γυναίκες «γελοία υποκείμενα» και «αξιολύπητες». Χαρακτηρισμοί που θα ταίριαζαν βέβαια πολύ καλύτερα όχι μόνο στον ίδιο (ένας κατά τα άλλα «άνθρωπος της τέχνης» που βιοποριζόταν για δεκαετίες από τα γνωστά και μη εξαιρετέα «αριστουργήματα» των αστικών θεαμάτων, των βιντεοταινιών, των τηλεοπτικών εκπομπών και διαφημίσεων, ενώ κατά την δημιουργική του ωρίμανση αντικατέστησε την «τέχνη» με βουλευτικούς, κρατικούς και αυτοδιοικητικούς μισθούς) αλλά κυρίως σε μία δημοκρατία που στο όνομα της πατρίδας και της «μνήμης της εθνικής αντίστασης στον φασισμό» συντηρεί την ίδια παρέλαση που θέσπισε ένας φιλοναζιστής πραξικοπηματίας για να γιορτάζει την κατάλυση του κοινοβουλευτισμού. Ο υπουργός αγροτικής ανάπτυξης Βορίδης -σε «αρραγή ενότητα» με το ακροδεξιό/φασιστικό παρελθόν του- με δηλώσεις του για το συμβάν εγκαλεί και στοχοποιεί την «αναπηρία» κάποιων ανθρώπων (ακυρώνοντας χαρακτηριστικά μέχρι και τον προσφάτως πρώτο σε σταυρούς ευρωβουλευτή του κόμματός του, Κυμπουρόπουλο) προκειμένου να απαξιώσει πλήρως τις γυναίκες της παρέμβασης. Στο ίδιο πνεύμα με όλους τους κρατικοδίαιτους ή αξιωματούχους πατριώτες που μας πιπιλίζουν το μυαλό με τάξη και πειθαρχία για να υπερασπιστούμε τα δικά τους συμφέροντα, ενώ την ίδια στιγμή μας χαρακτηρίζουν «αποβράσματα της κοινωνίας» όταν δεν πληρώνουμε εισιτήριο στα ΜΜΜ, «σκουπίδια» όταν κάνουμε καταλήψεις και ζωντανεύουμε πεθαμένα κτίρια κ.ο.κ. Ενώ στο ίδιο πλαίσιο υπεράσπισης των εθνικών παραδόσεων, μία κουστωδία δημοσίων προσώπων, πολιτικών, δημοσιογράφων και λοιπών ακροδεξιών παραφυάδων του επώνυμου και ανώνυμου διαδικτύου συνεχίζει τους πατριωτικούς αλαλαγμούς της.
Από την άλλη πλευρά, μία εξ αριστερών πτέρυγα του εθνικού κορμού (αυτή που κατά τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ φρόντισε να «επιστρέψει στον λαό» τις στρατιωτικές και μαθητικές παρελάσεις που είχαν απαξιωθεί κοινωνικά στα πρώτα χρόνια της κρίσης) ανέλαβε να μεταφράσει τη συγκεκριμένη δράση ως μία απλή «ένσταση» σχετικά με τις παρελάσεις, αποκόβοντάς την από κάθε αμφισβήτηση του έθνους και των επετείων του, του εκπαιδευτικού μηχανισμού και του μιλιταρισμού εν γένει. Ο κάθε Φίλης και ο κάθε Βούτσης, ενώ δεν δίσταζαν τα προηγούμενα χρόνια να ιδρύουν στρατόπεδα ομηρίας μεταναστ(ρι)ών, να στρατιωτικοποιούν τα σύνορα ενάντια στης «γης τους κολασμένους», να συμμαχούν με τη χούντα της Αιγύπτου και τον Ισραηλινό στρατό, να γιορτάζουν τις εθνικές επετείους και τις παρελάσεις παρέα με χρυσαυγίτες βουλευτές (1, 2), να καλλωπίζουν την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, φαίνονται σήμερα «προβληματισμένοι» για τον θεσμό των παρελάσεων «στην κοινωνική ζωή του τόπου», χαρακτηρίζοντάς τες ως αναχρονιστικές. Ενώ ως αρωγοί σε αυτή την προσπάθεια δεν έλειψαν και αρκετοί εκπρόσωποι της «προοδευτικής» ακαδημαϊκής και δημοσιογραφικής κοινότητας. Όλοι μαζί διαμόρφωσαν μία «άλλη» εθνική πρόταση, ώστε η συγκεκριμένη δράση από τη μία να καπελωθεί από την πατριωτική ατζέντα της σοσιαλδημοκρατίας και από την άλλη να φιμωθεί από αυτήν της δεξιάς.
Γ. Επίδικα
Οι δύο αυτές βασικές και παραδοσιακές πτυχές της ίδιας εθνικής αφήγησης ενεργοποιήθηκαν άμεσα προκειμένου να εκφυλίσουν τα περιεχόμενα και τη μορφή της πράξης σε ένα εμφυλιακό πλαίσιο «υπέρ» και «κατά» της παρέμβασης των 10 γυναικών, και κατ’ επέκταση υπέρ και κατά των παρελάσεων. Σε ένα πλαίσιο όμως, που ως συνήθως -ασχέτως «προοδευτικών» ή «οπισθοδρομικών» προσεγγίσεων- επ’ ουδενί δεν αμφισβητούνται τα «ιερά» και τα «όσια» του έθνους ή των τελετών του, ενώ θα μπορούν με ευκολία να αμφισβητούνται τα πάντα γύρω από τα υποκείμενα της παρέμβασης, τα κίνητρα και τους σκοπούς τους. Έτσι, το πλαίσιο της αντιπαράθεσης δεν αφορούσε στην αμφισβήτηση των εθνικιστικών-κρατικών τελετών αλλά στο κατά πόσο αυτές πρέπει -ή όχι- πλέον να εκδηλώνονται μέσω των παρελάσεων. Δεν σχετιζόταν με την εθνική παραχάραξη της ιστορικής μνήμης που «τιμά» τους «πεσόντες παππούδες μας» (που κάθε άλλο παρά αδελφοποιημένα «έπεσαν»), αλλά στο εάν οι εθνικές αυτές «τιμές» οφείλουν να τελούνται μόνο με εθνικές φιέστες και στεφάνια ή και με στρατιωτικό βηματισμό μαθητ(ρι)ών. Δεν αφορούσε φυσικά την άρνηση του ίδιου του μιλιταρισμού και του στρατού, αλλά στο πώς αμφότεροι θα συνεχίσουν να νομιμοποιούνται ως θέσφατα στην κοινωνική συνείδηση, με ή χωρίς παρελάσεις. Ομοίως, δεν έπρεπε να συνδεθεί με την εναντίωση στην πολεμική διαδικασία και την στρατιωτικοποίηση της καθημερινής ζωής σε μία περίοδο διεθνούς και εγχώριας επίτασης των πολεμικών ρητορικών και πρακτικών, αλλά στο πώς οι κρατικοί διαχειριστές οφείλουν να παράγουν και να διαμορφώνουν απρόσκοπτα -είτε από τα δεξιά είτε από τα αριστερά- τα δόγματα της ασφάλειας, του νόμου και της τάξης για την προάσπιση του έθνους.
Συγχρόνως, ο ίδιος θεσμικός λόγος ανοίγει την πόρτα σε κάθε είδους εκφοβισμό ή καταστολή (κρατική ή παρακρατική) ενάντια στις 10 γυναίκες, όπως επίσης και σε μία ακόμα κοινωνική διάχυση και νομιμοποίηση εθνικιστικών και μιλιταριστικών αντιλήψεων. Θεσμικές και διαδικτυακές επικλήσεις για ποινική ή τραμπούκικη αντιμετώπιση των «ασεβών» και «ανάπηρων κοριτσιών» επιχειρούν τόσο να «παραδειγματίσουν» τα «10 στρατιωτάκια της υπο-κριτικής τέχνης» όσο και να «συνετίσουν» όσα άλλα «στρατιωτάκια» διανοηθούν να περάσουν από τη σφαίρα της υποταγής σε αυτήν της κοινωνικής ανυπακοής…
Αδιαπραγμάτευτα αλληλέγγυοι-ες με όποιον-α αντιστέκεται στις προσταγές του μιλιταρισμού…
Μην μπαίνεις στην γραμμή…
…Της υπακοής
…Της ομοιομορφίας
…Της πειθαρχίας
…Του εθνικισμού
…Του μιλιταρισμού