Στον ύπνο του Ποιητή
Ο Νότης Γέροντας υπήρξε εξαρχειώτης ναυτικός. Ένας σουρεαλιστής ποιητής που άφησε πίσω του μια ντουλάπα γεμάτη ποιήματα που είδαν το φως μόνο μετά το θάνατό του, όταν και εκδόθηκαν από τη σύντροφό του. Παραθέτουμε τρία από τα ποιήματά του τα οποία και μελοποιήσαμε…
Μαζί με μια βαθιά υπόκλιση για όλα αυτόν τον πλούτο ανυπότακτων νοημάτων…
Ορισμός
Θα ξεριζώσω τα δέντρα, θα διαλύσω τα αυτοκίνητα
Θα στείλω τους πύραυλους στο διάολο, Θα κηρύξω τον πόλεμο στα BARBADOS
Θα κάμω τον κόσμο γήπεδο να παίζουν ποδόσφαιρο οι καλικάντζαροι
Και θα γεμίσω την έρημο άδεια, μεγάλα, στρογγυλά πηγάδια
Θα στείλω τον ήλιο φυλακή και θα τεντώσω την ελπίδα
Θα καβαλήσω τη σελήνη και θα καλπάσω στο γαλαξία
Θα πιω κρασί ανακατωμένο πουλιά και σκόνη αστρική
Θα βλαστημήσω τα θεία και θα μεταλάβω σε πείσμα της θάλασσας
Θα προκηρύξω εκλογές χωρίς κανέναν υποψήφιο
Θα στείλω τους στρατιώτες να μαζέψουν μανιτάρια στην αστροφεγγιά
Μη με ρωτάς ποιος είμαι, είμαι το φώς-διακορευτής
Που μπαίνω μέσα σου πριόνι και σου λιανίζω τα κόκαλα
Μη με ρωτάς ποιος είμαι, είμαι το φώς- διακορευτής
Είμαι πέρα απ’ τ’ όνομά μου το ασανσέρ που πάει στα ύψη
Υβριστική Ωδή
Εμείς δεν πολεμήσαμε
Μα κάρφωσαν τον πόλεμο
Στις πιο απίθανες σπηλιές του οργανισμού μας
Ένα τανκ έρπει στα γενετήσια συμπραττόμενα
Τα αιδοία έγιναν κρατήρες που άνοιξαν οι νάρκες
Η ουρήθρα έγινε ο τηλεθεατής ενός υποβρύχιου αεροπλάνου
Εμείς δεν πολεμήσαμε
Μα έχυσαν την έρημο στα μακαρόνια μας
Οι διοικητές των σούπερ μάρκετ φόρεσαν πολιτικά
Ο αρακάς τρώγεται ή εκτοξεύεται
Οι δρόμοι της πρωτεύουσας ανακατασκευάστηκαν στο διάστημα
Για να μπορούν να μας πυροβολούν από ψηλά
Εμείς δεν πολεμήσαμε
Όμως από τα ταβάνια μας στάζει αίμα
Ένας μεταφυσικός ξυλοδαρμός περιβάλλει την αύρα μας
Λέρωσαν το χιόνι και έριξαν στη κατάψυξη εκρηκτικά ψάρια
Η γριά που πουλάει φυστίκια στο δρόμο
Είναι γυναίκα του μεσίτη που θέλει να πουλήσει τον πλανήτη
Εμείς δεν πολεμήσαμε
Γιατί έχουμε ειρήνη
Που είναι ντυμένη σκόνη στα σκοτάδια της κουζίνας
Και άλλοτε κρύβεται και ψύνεται στη σχάρα
Μεταμφιεσμένη σαν αδελφοσύνη
Και άλλοτε μπλε σκαραβαίος ανάμεσα στα μαχαιροπήρουνα
Εμείς δεν πολεμήσαμε
Κάθε μπαλκόνι έχει ένα πεζοναύτη που φυλάει τα σύνορα
και ειρηνικά τμήματα πάνοπλου στρατού
Ποτίζουν τις γλάστρες στις πολυκατοικίες
Όπου φυτρώνουν λουλούδια θεσπέσια λουλούδια
Απλώνουν τις φαρμακερές ρίζες τους και κατατρώγουν το τσιμέντο
Εμείς δεν πολεμήσαμε
Και ο άναρθρος λόγος του εναέριου σκυλόψαρου
Που σου ξεκολλάει το δέρμα άγαρμπο χάδι
Βγάζοντας τα έντερα ξεκοιλιάζοντάς σε
Λουρίδες λουρίδες σαν ένδοξη σημαία των πεδίων
Με μια γαλανόλευκη νεκροκεφαλή πειρατικού πλοίου της δικαιοσύνης
Εμείς δεν πολεμήσαμε
Το αλφάβητο έγινε ένας ύπουλος μηχανισμός ισότητας
Που προστατεύει από το κρύο τη βροχή το κεραυνό και τις πλημμύρες
Εκθέτοντάς σε στη χαοτική συνύπαρξη με τον άφαντο Άλλον
Ενώ τα χελιδόνια προσπαθούν να κλαδέψουν τις στέγες των νοσοκομείων
Και να φάνε τις πλάκες των τάφων γιατί δεν υπάρχουν ούτε άρρωστοι ούτε νεκροί
Εμείς δεν πολεμήσαμε
Γιατί μόνο στον έρωτα μπορούμε να βάλουμε σταυρό στα ψηφοδέλτια
Μασκαρεμένος σε κάτι το έναστρο σαν πορνογαλαξίας
Γιατί πάντα είναι Απόκριες πάντα είναι ειρήνη
Και ο γύφτος χτυπά τρελά δαιμονισμένα χαρούμενα ασταμάτητα
Μέχρι να σκάσει η αρκούδα να σωριαστεί ξέχειλη από ελευθερία
Το ντέφι του
Η τελευταία Ωδή
Ξέφυγα από την ωδή. Όπως δραπέτης που περνά τα σύνορα
Σε είδα στην Πανεπιστημίου με μια ομπρέλα να κοιτάς το μαύρο σύννεφο
Ήθελα να σου πω δυο λόγια μονάχα δυο λόγια
Είχες το στόμα σου κλειστό σαν έκλειψη της σελήνης
Κι όμως μπορώ να μιλώ με τους μουγγούς
Κι ήταν πανσέληνος με ένα μαύρο σύννεφο
Ξέφυγα από την ωδή γιατί δε θέλω να ορίσω άλλο τα πράγματα
Τα πράγματα πρέπει να αγκαλιάζονται μέσα στη σιωπή
Και ο κεραυνός είναι σιωπή
Και η βροχή είναι βρύση που μιλά
Μην ανοίγεις το στόμα σου γιατί θα μπει αέρας
Άφησε το στόμα σου κλειστό στη λάμψη του σκοταδιού
Γιατί αλλάξαμε δρόμο μουγγοί
Κι όμως εγώ θα μιλήσω
Μην ανοίξεις το στόμα σου
Τα δόντια τρομάζουν τα πουλιά στα δέντρα
Κι ύστερα προχωρήσαμε στα Εξάρχεια
Οι κλούβες ήταν φιλικές
Και τα πηλίκια ανέμιζαν στον αέρα σαν χαρταετοί
Μόνο μια λέξη θα πω
Δε θα ορίσω τίποτα
Η ποίηση είναι άγγιγμα ή φιλί
Και η πλατεία ήταν στρωμένη άμμο
Ξεβράκωτοι πια οι νεκροί
Βάζαν οινόπνευμα αντί για αντιηλιακό
Και η Στουρνάρη ήταν σύμπλεγμα νησιών
Κι έστριβαν τα υπερωκεάνεια από την Πατησίων
Και ο κεραυνός είναι σιωπή
Και η βροχή είναι σύννεφο που μιλά
Άνοιξε την ομπρέλα σου
Και μίλα
Ακουμπώντας το στόμα σου
Στη βρεγμένη άμμο
Έξω από τον Κάβουρα
Με κοκταίηλ από αίμα
Αφού ο δρόμος είναι μεγάλος
Κι αφού προσπεράσουμε τα υπερωκεάνεια
Στο πρώτο φαστφουντάδικο
Θα μοιραστούμε το ίδιο χώμα
Κι άνοιξε την ομπρέλα σου
Γιατί τώρα βρέχει
Και μου μιλάς.
* Αναδημοσίευση από το site του συγκροτήματος “Ζωή Τάχα”.