Με το κείμενο αυτό δηλώνω την άρνηση μου να υπηρετήσω στο στρατό, ένα θεσμό που συμβολίζει, και, πολύ περισσότερο, επιβάλλει στην πράξη, στη ζωή μας, τη βία και την καταπίεση και εδραιώνει την εξουσία της κυρίαρχης τάξης στους υπόλοιπους. Ως αναρχικός είμαι απέναντι -και θα συνεχίσω να είμαι έως την οριστική εκρίζωση κάθε εξουσιαστικής, ανελεύθερης δομής- σε έναν τέτοιο θεσμό, τον οποίο, όχι μόνο αρνούμαι να συντρέξω, αλλά οφείλω αξιακά να στέκομαι απέναντί του με κάθε δυνατό τρόπο και μέσο.
Η απόφασή μου αυτή δεν πηγάζει από κάποια πασιφιστική αντίληψη ή στάση. Κάθε άλλο μάλιστα, αφού γνωρίζω πολύ καλά πως, έτσι όπως είναι δομημένος, αυτός ο κόσμος που μας εξοντώνει και μας αφανίζει καθημερινά χρησιμοποιώντας το κράτος και τους μηχανισμούς του, ο μόνος τρόπος για καλυτέρευση της ζωής μας, ο μόνος τρόπος για το ξεκίνημα μιας αληθινής ζωής είναι η βίαιη αντίδραση και ανατροπή.
Επιλέγω να δημοσιοποιήσω την άρνηση μου να στρατευτώ κυρίως ως μέσο στήριξης σε όσους ακολουθούν, ή σκοπεύουν να ακολουθήσουν, αντίστοιχη στάση με τη δική μου απέναντι στο στρατό, αλλά -μιας και η άρνηση στράτευσης δεν είναι παρά μέρος ένος ευρύτερου αγώνα- και σε όσους αντιστέκονται, με όποιο τρόπο μπορεί ο καθένας, και διατηρούν την ανθρωπιά τους στους βάναυσους καιρούς που ζούμε. Αλλά και ως έκφραση της απόφασής μου να μείνω συνεπής στη στάση μου, παρόλες τις κυρώσεις που αυτή επιφέρει.
Δεν διεκδικώ οποιασδήποτε μορφής εναλλακτική θητεία. Η δυνατότητα αυτή, που προβλέπεται από το νόμο, σύμφωνα με στοιχεία του ίδιου του στρατού μέχρι πριν λίγα χρόνια αναγνωριζόταν σχεδόν αποκλειστικά σε άτομα επικαλούμενα θρησκευτικούς λόγους. Πλέον προσφέρεται -ομολογουμένως όχι πάντα εύκολα- και σε άλλους. Αυτή η εναλλακτική μικρή σχέση έχει με τη δική μου πολιτική αντίληψη και στάση. Το κράτος και ο στρατός πρώτα ως κριτές των συνειδησιακών κινήτρων του ατόμου που αντιτίθεται στην στράτευση και, έπειτα, αναθέτοντας στα άτομα που κρίνονται ως αρκούντως “ειρηνικά” κάποια δουλειά “προσφοράς και κοινής ωφέλειας”, φανερώνουν μια μεγάλη αντίφαση της κοινωνίας μας. Θεσμοί που η ίδια τους η ύπαρξη καταπατά κάθε ανθρωπιά, κάθε μορφή ανθρωπισμού και, ουσιαστικά και όχι ψευδώς και επιφανειακά, ειρηνικής συνύπαρξης, να χρίζονται κριτές του αξιακού κώδικα των ανθρώπων, και ειδικά των ανθρωπιστικών τους ιδεών. Να βαφτίζεται η εξαγορά και τιμωρητική εναλλακτική αντί της στράτευσης ως “προσφορά στην κοινωνία”. Το χυδαίο εδώ έγκειται στο γεγονός πως έτσι, η θητεία στο στρατό αναγνωρίζεται ως προσφορά, αντί της οποίας προσφέρεται εναλλακτική προσφορά. Αρνούμαι να αφήσω στο κράτος να επιλέξει πως θα “προσφέρω στην κοινωνία”, αρνούμαι να αναγνωρίσω στον καταπιεστή μας το δικαίωμα να με τοποθετήσει σε θέση ώστε να προσφέρω. Η προσφρορά και η αλληλεγγύη είναι μέρος της καθημερινής ζωής μας και κανένας κράτος δε θα με αναγκάσει να σταματήσω να προσφέρω όπως εγώ κρίνω αλλά και ούτε θα μου υποδείξει πώς και προς τα πού να την κατευθύνω.
Βρίσκω ιδιαίτερα θετικό, ακόμαι και ενθαρρυντικό, και σέβομαι την επιλογή όλο και περισσότερων ατόμων που αποφεύγουν τη στράτευση, έστω και εκμεταλλευόμενοι τις δυνατότητες απαλλαγής. Ιδιαίτερα, όταν η επιλογή αυτή έχει πολιτική βάση και είναι μέρος ενός αντίστοιχου τρόπου ζωής και δράσης. Ωστόσο, παρόλο που η στράτευση αντιμετωπίζεται είτε ως αγγαρεία και αναγκαίο κακό -από αρκετούς- ή ακόμα και ως υποταγή σε και ενίσχυση ενός εξουσιαστικού μηχανισμού -από λιγότερους-, το πρόταγμα της ολικής άρνησης στράτευσης έχει ακόμα μικρή απήχηση. Αιτίες μπορεί να είναι ο εύλογος προβληματισμός για τις συνέπειες μια τέτοιας επιλογής -όλοι έχουμε αρκετούς μπελάδες στο κεφάλι μας για να προσθέσουμε άλλον ένα- σε συνδυασμό με την αφιβολία για τη χρησιμότητα και την επικαιρότητά του. Όμως, πριν φτάσω να σκεφτώ ορθολογικά για τη χρησιμότητα και αποτελεσματικότητα της ολικής άρνησης, η στάση μου είχε ήδη αποφασιστεί, κατευθυνόμενη από την απέχθεια μου για κάθε μορφή υποταγής, πόσω μάλλον της ηθελημένης υποταγής, όπως στην περίπτωση της στράτευσης.
Ζούμε σ’ εναν κόσμο που μας ασκεί καθημερινά απίστευτη βία, με τη βία αυτή να αποτελεί όχι τυχαία εκδήλωση αλλά βασικό και θεμελιώδες συστατικό στοιχείο του κόσμου αυτού. Βία θεσμοθετημένη, συνυφασμένη με τον πυρήνα του τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας. Η βία αυτή, αν και κάποιες φορές έχει κεκαλυμμένη μορφή, δε διστάζει να εκδηλωθεί απροκάλυπτα, όταν χρειαστεί. Η φτώχεια και η πείνα, ως μόνες εναλλακτικές, είναι αυτές που μας οδηγούν κάθε μέρα στη δουλειά, όπου υπομένουμε το ανούσιο ξόδεμα των δυνάμεων και της ζωής μας μέρα με τη μέρα. Ο φόβος αυτός που αναγκάζει τους μισούς, ή και λιγότερους σε περιόδους κρίσης, να σπαταλούν ανούσια τη ζωή τους υπό τις επιταγές κάποιου αφεντικού, βιώνεται άμεσα από τους υπόλοιπους ως ανεργία, εξαθλίωση, κοινωνικός αποκλεισμός και απελπισία. Η βία αυτή δεν έχει καμία μεταφυσική προέλευση. Ζούμε σε μια κοινωνία οργανωμένη στη βάση του σχήματος κάποιοι, που είναι και οι περισσότεροι, να δουλεύουν για να εξασφαλίζουν την καλοπέραση κάποιων άλλων, λίγων και “εκλεκτών”. Ο εξαναγκασμός να τους υπηρετήσεις για να ζήσεις είναι εντελώς χειροπιαστός, καθώς δεν υπάρχει διαθέσιμη εναλλακτική. Αλλά, ακόμα και αν επιλέξουμε κάποτε να εναντιωθούμε στον τρόπο που οργανώνουν τη ζωή μας, να αντισταθούμε, να απεργήσουμε ή με όποιο τρόπο μπορούμε να δηλώσουμε έμπρακτα πως δεν πάει άλλο, τότε θα βιώσουμε άμεσα στο πετσί μας και τα υπόλοιπα όπλα επιβολής εξουσίας του κράτος, τους μηχανισμούς καταστολής, τους κρατικούς δολοφόνους. Την αστυνομία, που σακατεύει εργάτες, γέρους και παιδιά αλλά και το στρατό, ο οποίος προετοιμάζομενος για να συμβάλλει στην καταστολή όταν κληθεί, διακηρύσσεται πως ασχολείται με την προστασία της χώρας από τον υποτιθέμενο εξωτερικό εχθρό.
Η υποταγή και η υπακοή μας στην υπάρχουσα πραγματικότητα δεν είναι αποτέλεσμα συναίνεσης ή συμφωνίας αλλά απλή επιβολή του δίκαιου του ισχυρότερου. Ο κόσμος μας, ο βασιζόμενος στην “ελευθερία και την ισότητα όλων των ανθρώπων” – μια ελευθερία που περιορίζεται αν θα πας στην δουλειά, όταν υπάρχει, και αν δεν πας επιλέγεις ελεύθερα να πεθάνεις, και μια ισότητα που ξέρει να την μετρά μόνο το αφεντικό σε χρήμα. Ο κόσμος αυτός λοιπόν, όπως πολύ καλά ξέρουμε, όταν παύουμε να ψεύδοφιλοσοφούμε περί των αρετών του, έχει μοναδικό σκοπό, κινητήρια δύναμη και καλύτερη εκδήλωση της ουσίας του το χρήμα. Και άρα, μοναδική αρχή το αβγάτεμά του. Για να πετύχει αυτό, όμως, αυτοί που ήδη το κατέχουν χρειάζεται να αναγκάζουν όλους τους υπόλοιπους να δουλεύουν για αυτούς και να περιορίζονται σε όσα τους δίνουν για αντάλλαγμα. Επειδή όμως, παρά τους ήδη τεσσερις-πέντε αιώνες που υφίσταται αυτό το σύστημα, δεν αναγνωρίζει -και πως θα ήταν δυνατό άλλωστε- όλος ο κόσμος την υπεροχή αυτών των λίγων, των εκλεκτών του χρήματος, και την ανάγκη όλων εμάς των υπολοίπων να θυσιαζόμαστε για την ευμάρειά τους έρχεται το κράτος, ως συμπλήρωμα και η άλλη πλευρά τους, με όλους τους μηχανισμούς του, να επιβάλει την υποταγή στο “ελεύθερο” αυτό σύστημα.
Ποιος μηχανισμός ή θεσμός αποτελεί πρακτικά αλλά και συμβολικά καλύτερο εκπρόσωπο και εγγυητή της ισχύος του κράτους από το στρατό; Ισχύς που έχει σκοπό την εξασφάλιση και επέκταση των δικαιωμάτων των αφεντικών του χρήματος και στρέφεται προς δύο κατευθύνσεις για να το πετύχει. Προς τον εσωτερικό αλλά και προς τον εξωτερικό εχθρό. Ο ρόλος του στρατού σύμφωνα με τη συνήθη αντίληψη είναι η προστασία της πατρίδας, του έθνους. Η πρόταση αυτή, αποδεκτή από κάποιον κόσμο -άκριτα και χωρίς να περάσει από οποιαδήποτε λογική επεξεργασία, η οποία αυτόματα θα κατέρριπτε, όχι μόνο την ορθότητα, αλλά και τα ίδια τα συστατικά στοιχεία της-, εγείρει δύο βασικά ερωτήματα. Πρώτα από όλα, προστασία από ποιους, και επίσης προστασία από αυτούς τους άλλους πλάι-πλάι με ποιους; Αλλά το δεύτερο και σημαντικότερο ερώτημα αφορά τις ίδιες τις λέξεις, τις έννοιες -πατρίδα, έθνος – . Η “ελευθερία” μας λοιπόν στον κόσμο αυτό, πλαισιώνεται και συμπληρώνεται από άλλες ωραίες έννοιες. Καθώς, για να προχωράει καλά (για αυτούς που καρπώνονται τα κέρδη φυσικά) η δουλειά χρειάζεται ηρεμία και όχι συγκρούσεις έχουν κατασκευαστεί, και αποτελεί δομικό συστατικό του τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας μας, οι έννοιες της πατρίδας και του έθνους. Εφευρέσεις τόσο σημαντικές και σχεδόν ταυτόσημες με το αφήγημα της ενότητας, αλλά άλλο τόσο κενές περιεχομένου. Και σε αυτό ακριβώς έγκειται η επιτυχία τους. Στο μεταφυσικό φορτίο που τις περιβάλει και στη μη δυνατότητα λογικής επεξεργασίας τους. Το μόνο συστατικό στοιχείο που συγκροτεί την κοινωνία μας, που δεν είναι άλλο από την ανάγκη να προχωράει η δουλειά και να βρίσκει συνεχώς νέους τρόπους να την κάνει να συνεχίζει, ενδύεται ένα μανδύα ιερότητας και διάρκειας. Το έθνος μας που υπάρχει, όσο υπάρχει, και έχει τόσα πολλά προσφέρει, και μας δίνει περηφάνια. Ωστόσο, μια κοινωνία δε μπορεί παρά να συγκροτείται ως τέτοια, να βρίσκει τα συνδετικά στοιχεία της στο τώρα. Όλο το περιτύλιγμα είναι για να συγκαλύψει τα αντικρουόμενα συμφέροντα μέσα της. Αποκρύπτει από τα μάτια του εκμεταλλευόμενου τη βία που του ασκεί ο εκμεταλλευτής του, το αφεντικό του, μέσω των θεσμών του κράτους, και την οποία κάποια στιγμή θα έπρεπε να επιστρέψει. Και, αντίθετα, τον εντάσσει στην ίδια ομάδα με το αφεντικό του, στην ίδια πατρίδα, κάνοντας αντίπάλους του ανθρώπους στην ίδια θέση με αυτόν. Εγγυητής αυτής της ενότητας και όπλο εναντίον των “εχθρών” αποτελεί και ο στρατός. Πρακτικά και άμεσα σε περιόδους πολέμου αλλά και φαντασιακά, καθώς με τη συμμετοχή σε αυτόν κατά τη διάρκεια της θητείας, εμπεδώνεται αυτή η ψευδής ενότητα.
Σε μια εποχή αναταραχής παγκοσμίως, αποτέλεσμα -αλλά , ακόμα κι αυτή, και ευκαιρία, για μερικούς, ξεπεράσματος- της οικονομικής κρίσης, με χιλιάδες ανθρώπους να σκοτώνονται σε πολέμους για το χρήμα και εκατομμύρια να ξεσπιτώνονται, με το ΝΑΤΟ και τους συμμετέχοντες σε αυτό στρατούς να αποτελούν το κρισιμότερο παράγοντα σε αυτήν την κατάσταση, ακόμα και όταν δεν εμπλέκονται άμεσα, τη φονικότερη μηχανή με τους διάφορους κατασταλτικούς μηχανισμούς να πνίγει πρόσφυγες και μετανάστες και όσους επιζούν να τους φυλακίζει με απάνθρωπους όρους, αρνούμαι να γίνω μέρος ενός ιεραρχικού, καταπιεστικού και από τη φύση του δολοφονικού μηχανισμού, δεν υπερασπίζομαι καμιά πατρίδα, δε νιώθω εχθρούς μου τους καταπιεσμένους των άλλων κρατών, δεν ενδιαφέρομαι για κανένα έθνος που μισεί άλλους ανθρώπους και αποτελεί εκτροφείο φασιστών, αρνούμαι να καταταγώ.
Παναγιώτης Χρήστου
Αθήνα, Ιούνιος 2018