Εκτιμήσεις σχετικά με την στρατιωτική καταστολή με αφορμή τις πρόσφατες εκδικητικές διώξεις του Μπάμπη Ακριβόπουλου και του Νίκου Καρανίκα
Τον τελευταίο μήνα σημειώθηκαν δύο ιδιότυπες στρατιωτικές διώξεις στα πρόσωπα του Μπάμπη Ακριβόπουλου και του Νίκου Καρανίκα. Είναι γεγονός πως αναφορικά με τη νομική τους διάσταση, οι δύο αυτές περιπτώσεις παρουσιάζουν ομοιογένειες και ανομοιογένειες. Στη μεν περίπτωση του Ακριβόπουλου, οι στρατιωτικοί διωκτικοί μηχανισμοί ενεργοποίησαν τη δίωξή του λίγες ημέρες πριν τη λήξη του χρόνου αναστολής προηγούμενης καταδικαστικής ποινής για «ανυποταξία» (το 2011 καταδικάστηκε από το ναυτοδικείο του Πειραιά σε οκτώ μήνες φυλάκιση με διετή αναστολή). Στη δε περίπτωση του Καρανίκα, ενεργοποιήθηκε δίωξη που αφορούσε το χρονικό διάστημα «ανυποταξίας» του 1996 (!) λίγες ημέρες μετά την -τότε- αποφυλάκισή του για καταδίκη, που αφορούσε και πάλι παλαιότερή του ανυποταξία (!!). Αξιοσημείωτο σε αυτή την περίπτωση είναι πως ο Καρανίκας, για το χρονικό διάστημα του 1996, είχε και πάλι διωχθεί ποινικά (το 2000) και το στρατοδικείο που τον δίκασε τότε, τον απάλλαξε από την κατηγορία, ενώ παράλληλα την ίδια χρονιά (2000) άλλο ένα δικαστήριο αποφάσισε την μη αναγνώρισή του ως αντιρρησία συνείδησης με τον ισχυρισμό πως η φυλάκιση του Καρανίκα σε στρατιωτικές φυλακές το 1995 θεωρείται στρατιωτική θητεία (!) (η αντίρρηση συνείδησης δεν επιτρέπεται σε όσους έχουν εκπληρώσει τη θητεία τους έστω και μερικώς).
Καθεμιά από τις δύο αυτές πρόσφατες περιπτώσεις εμπεριέχει κάποιες ιδιαιτερότητες, αφού σχετίζονται με διαφορετικές ιστορικές αναφορές στη βάση της ποινικής νομοθεσίας (η φυλάκιση των ανυπότακτων ήταν κάτι πιο «σύνηθες» στον ελλαδικό χώρο λίγες δεκαετίες παλαιότερα). Ταυτόχρονα όμως εμπεριέχουν και ορισμένα πανομοιότυπα χαρακτηριστικά, μεταξύ αυτών το διαρκές «αδίκημα» της ανυποταξίας.
Πέρα όμως από τις ποινικές ιδιαιτερότητες, οι διώξεις Ακριβόπουλου και Καρανίκα, είναι σαφές πως είναι διώξεις με πολιτικό πρόσημο. Κι αυτό γιατί -και οι δύο- έχουν καταθέσει δημόσια τους πολιτικούς λόγους για τους οποίους δεν επιθυμούσαν και δεν επιθυμούν να υπηρετήσουν στρατιωτική θητεία ορίζοντας τους εαυτούς τους σε διάφορες στιγμές ως αντιρρησίες συνείδησης. Μια μικρή αναζήτηση στο διαδίκτυο αρκεί για να αντιληφθεί κανείς ποιοι είναι και ποιοι δεν είναι οι δύο πρόσφατα διωκόμενοι, πώς ορίζουν την στάση τους τόσο απέναντι στη θητεία όσο κι απέναντι στις παλαιές και νέες διώξεις τους.
Πρόκειται για μέλη του Συνδέσμου Αντιρρησιών Συνείδησης (όπως κι οι δυο δηλώνουν σε διάφορα κείμενά τους). Ο Καρανίκας έχει στο παρελθόν ζητήσει να υπηρετήσει εναλλακτική θητεία, ενώ ο Ακριβόπουλος δεν δέχεται κανενός τύπου εναλλακτική θητεία. Μέσα από δημόσιές τους τοποθετήσεις, τόσο ο Καρανίκας όσο κι ο Ακριβόπουλος, υπερασπίζονται τους εαυτούς τους απέναντι στις διωκτικές εμμονές αλλά και τη στάση τους απέναντι στη στρατιωτική θητεία, υπό το πρίσμα των δημοκρατικών δικαιωμάτων: θεωρούν τους εαυτούς τους «πολίτες» κι όχι «στρατιώτες» και με βάση αυτή την πολιτειακή αντίληψη αλλά και την πολιτική τους τοποθέτηση για το στρατό, διεκδικούν την παύση των διώξεών τους από τους στρατιωτικούς εισαγγελείς και εκφράζουν την αποστροφή τους από τους στρατοπεδικούς χώρους.
Είναι ξεκάθαρο πως οι διώξεις τους έχουν εκδικητικό κι εκφοβιστικό χαρακτήρα. Εκδικητικό, γιατί πώς αλλιώς να ερμηνευτεί η επιλεκτικότητα του στρατιωτικού εισαγγελέα Θεσσαλονίκης να ξεθάψει από τα συρτάρια την υπόθεση «Καρανίκα» όταν στους ίδιους φακέλους υπάρχουν όλες οι μετέπειτα απαλλακτικές και αθωωτικές αποφάσεις δικαστηρίων; Εκφοβιστικό γιατί πώς αλλιώς να ερμηνευτεί η αναθέρμανση μιας υπόθεσης του 1996 στο 2013; Περνώντας και στην πρόσφατη δίωξη του Ακριβόπουλου, είναι προφανές πως έχει κι αυτή ανάλογα χαρακτηριστικά, αφού ο στρατιωτικός εισαγγελέας Ημαθίας ενεργοποίησε μια δίωξη δύο ημέρες πριν τη λήξη της αναστολής προηγούμενης καταδίκης του από το ναυτοδικείο Πειραιά (2011) στο οποίο μάλιστα ο Ακριβόπουλος -τότε- είχε στείλει και επιστολή, όπου εξέθετε τους λόγους για τους οποίους δεν θα παραστεί, μη αναγνωρίζοντάς το.
Θα ήταν παράλειψη αν εξετάζαμε τις δύο αυτές διώξεις ξέχωρα από το κυριαρχικό περιβάλλον μέσα στο οποίο συνέβησαν. Κι αυτό γιατί όσο το σύστημα προχωράει σε ακόμη πιο ολοκληρωτικές μετατοπίσεις, τόσο κι ο στρατός μετατοπίζεται προς αυτή την κατεύθυνση με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Οι διώξεις αυτές λοιπόν συνέβησαν την ίδια στιγμή που ο ρόλος του στρατού στον ελλαδικό χώρο αποκτά νέες αιχμηρές κατευθύνσεις για να εξυπηρετήσει τη γεωστρατηγική διπλωματία, την καταστολή του «εσωτερικού εχθρού» και την τόνωση του εθνικ(ιστικ)ού φαντασιακού.
Δεν μας εκπλήσσουν καθόλου λοιπόν οι πρόσφατες δηλώσεις του ίδιου του προέδρου της δημοκρατίας σε τελετή υποδοχής της νέας ηγεσίας των «ένοπλων δυνάμεων», όπου και είπε χαρακτηριστικά: «βρισκόμαστε σε πόλεμο… χωρίς ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις σε περίοδο κρίσης, αποδυναμώνεσαι και σε διπλωματική ισχύ» σημειώνοντας μάλιστα προς τους αρχηγούς των ένοπλων σωμάτων πως …«αναλαμβάνεται τα καθήκοντά σας σε μια δύσκολη περίοδο συγκρούσεων και οικονομικού πολέμου». Λίγες ημέρες νωρίτερα, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, στην προσπάθειά του να τονώσει το ηθικό των ενόπλων δυνάμεων μετά το γενικό συναγερμό που κηρύχτηκε στο Αιγαίο, είχε δηλώσει… «Η χώρα περνά από δημοσιονομικές συμπληγάδες, αλλά το έθνος τα έχει καταφέρει και σε δυσκολότερες συνθήκες… Δεν μας άλεσαν οι μυλόπετρες και δεν μας πτόησαν οι καταιγίδες» ζητώντας από τα σώματα του στρατού να συμβάλουν «…στη σφυρηλάτηση της εθνικής ομοψυχίας» και να στηρίξουν «… την εθνική προσπάθεια για την έξοδο της χώρας από την κρίση».
Είχαν προηγηθεί οι «κρίσεις» στην ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων με τις οποίες εκκαθαρίστηκαν όλοι οι «μη συμπαθείς» και «μη ελεγχόμενοι» (από την ακροδεξιά κυβερνητική πτέρυγα) αξιωματικοί του στρατεύματος. Τέλος, ύστερα και από σχετική νομοθετική πρόταση 84 βουλευτών της ΝΔ, διατυπώθηκαν δημόσια οι προθέσεις της ακροδεξιάς πτέρυγας των διαχειριστών του ελληνικού κράτους (και της σύμφωνης γνώμης των Ανεξ. Ελλήνων και της Χρ. Αυγής) να τεθεί ως προϋπόθεση εισαγωγής στις σχολές των Ένοπλων Δυνάμεων το «ελληνικό γένος», διαμορφώνοντας προφανώς και τους αντίστοιχους συσχετισμούς στις αναδιαρθρώσεις των ηγεσιών των Ένοπλων Δυνάμεων που γίνονταν εκείνη την εποχή. Τελικά, κατόπιν ενδοσυστημικών ανταγωνισμών, η τροπολογία αυτή αποσύρθηκε με την «υπόσχεση» εκ μέρους των 84 βουλευτών της ΝΔ πως θα επανέλθει σε νέο νομοσχέδιο κι αφού διαμορφωθούν οι όροι για πλήρη αποδοχή της.
Είναι ξεκάθαρο λοιπόν πως μέσα στην ευρύτερη συστημική μετατόπιση προς μοντέλα ολοκληρωτισμού και εθνικισμού, μετατοπίζεται και ο στρατός. Από τους πολιτικούς προϊστάμενους έως τους αρχηγούς των σωμάτων κι από τους αξιωματικούς και τους υπαξιωματικούς έως τους οπλίτες που θα αποτελέσουν περιφερειακό ή μη κομμάτι των νέων αποστολών του κρατικού αυτού μηχανισμού. Ο εθνικός ρόλος του στρατού απαιτεί γραμμικότητα τόσο σε ιδεολογικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο.
Σε αυτή την κατεύθυνση βέβαια έχει συστρατευτεί και το μεγαλύτερο μέρος της συστημικής αριστεράς. Η υπεράσπιση των εθνικών δικαίων στο Αιγαίο (δια στόματος του συμβούλου του Α. Τσίπρα Νίκου Κοτζιά), η γενική συμφωνία για την κήρυξη ΑΟΖ και την εκμετάλλευση των –υποθετικών- υδρογονανθράκων (δια στόματος Τσίπρα), τα «εθνικά θέματα με τα οποία δεν παίζουμε» (δια στόματος Τατσόπουλου) αλλά και η πλήρη αποδοχή του δόγματος-πρότυπο πως ένας «δημοκρατικός» και «λαοκρατικός» στρατός μπορεί να είναι ο υπερασπιστής του έθνους και του λαού σε δύσκολες εποχές, αποτελούν ορισμένες μόνο ενδείξεις πως η συστημική πίτα έχει και την αριστερή της πλευρά. Και πως οι ενδοσυστημικοί ανταγωνισμοί, οι ενδοσυστημικές αλληλοσυμπληρούμενες ιδιαιτερότητες δεν παύουν να επιβεβαιώνουν τον κανόνα: να παραμείνουν ακέραιες οι κρατικές δομές και λειτουργίες, να διαιωνιστούν τα εθνικά ιδεώδη, να διατηρηθούν οι εξουσιαστικές κοινωνικές σχέσεις.
Ευθυγραμμισμένα λοιπόν με τη συστημική μετατόπιση της εποχής μας, τα νέα δόγματα κοινωνικής εκπειθάρχησης και καταστολής, εθνοκεντρισμού, μηδενικής ανοχής και αντιεξέγερσης, δεν θέλουν ως σύμμαχους μονάχα τους έμμισθους «προστάτες του πολίτη» αλλά και τον ίδιο τον στρατό και κατ’ επέκταση κάθε μιλιταριστικό μηχανισμό που μπορεί να συνδράμει. Με δεδομένη αυτή τη μετατόπιση του στρατού εξετάζουμε και τη μετατόπιση των στρατοκρατών και της στρατιωτικής δικαιοσύνης (sic) σε μοντέλα μηδενικής ανοχής απέναντι στην ανυποταξία, σε μοντέλα επαναλαμβανόμενων εκδικητικών κι εκφοβιστικών διώξεων. Είμαστε μπροστά σε ευρύτερες θεσμικές αλλαγές, που επηρεάζουν φυσικά κάθε πτυχή της καθημερινότητας και της ζωής των «από κάτω» αλλά και όσων αντιστέκονται, πόσο μάλιστα αυτών που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο μιλούν ή πράττουν στον αντίποδα του μιλιταρισμού.
Η θεσμική σκλήρυνση απέναντι σε όσους δεν ακολουθούν ή δεν πειθαρχούν στον μιλιταρισμό και τα εθνικά ιδεώδη, δεν ξεκίνησε στις ημέρες μας. Τα τελευταία δύο χρόνια κατοχυρώθηκαν στον ελλαδικό χώρο νομοθετήματα που βάζουν στο στόχαστρό τους την ανυποταξία και την άρνηση στράτευσης. Όπως σε κάθε άλλη περίπτωση καπιταλιστικής και κρατικής επέλασης, τα νομοθετήματα αυτά αφορούν όλη την κοινωνία, αλλά γίνονται σκληρότερα απέναντι στους συνειδητούς αρνητές των προσταγών του «εθνικού μας καλού». Οι νέοι φόροι, τα νέα χαράτσια, οι νέοι μισθοί, οι νέες περικοπές, η νέα ακρίβεια, οι νέοι αποκλεισμοί στην πρόσβαση σε υγεία-παιδεία-ασφάλιση κ.ο.κ., τα νέα απανταχού «έκτακτα μέτρα» γίνονται ακόμη πιο επιθετικά απέναντι σε όσους συνειδητά κι εμπράγματα τα αρνούνται. Θα ήταν παράδοξο να μην συμβεί το ίδιο και στον στρατό. Οι νέες αποστολές του στρατού απαιτούν περισσότερη πειθαρχία, περισσότερες ανθρώπινες θυσίες, περισσότερη εθνική πλύση εγκεφάλου. Και για όσους αρνούνται τον στρατό, για όσους αρνούνται να καταταγούν με οποιοδήποτε τρόπο, οι διώξεις, τα χρηματικά πρόστιμα, τα επαναλαμβανόμενα αυτόφωρα, οι απειλές κατασχέσεων περιουσιακών στοιχείων, οι προσωπικοί εκβιασμοί και στοχοποιήσεις, γίνονται η λόγχη και ο τρόμος της εξουσίας. Η ένταση λοιπόν της οικονομικής (πρόστιμα 6000€) και ποινικής (ποινικές διώξεις) καταστολής απέναντι στους αρνητές του στρατού είναι αποτύπωμα της εποχής που διανύουμε. Μια εποχή όπου η εξουσία απαξιώνει τις ζωές των φτωχών, των αδυνάμων, των «από κάτω», ενώ εκδικείται και τρομοκρατεί αυτούς που την αρνούνται.
Είναι στο χέρι όλων μας να ενισχύσουμε την αλληλεγγύη μεταξύ μας στη βάση της κατάργησης κάθε ιεραρχικού και καταπιεστικού μηχανισμού, στη βάση της ανατροπής των εξουσιαστικών κοινωνικών σχέσεων, στη βάση της ριζικής αλλαγής του πολιτισμού που παράγει έθνη, κράτη, σύνορα, στρατούς. Είναι στο χέρι μας να τονώσουμε την αλληλεγγύη σε όσους αρνούνται τον μιλιταρισμό στην καθημερινή ζωή, τους ανυπότακτους και τους αρνητές.
Κανένας φαντάρος ποτέ και πουθενά