Δήλωση άρνησης στράτευσης / Αλ. Παπαδόπουλος / Αύγουστος 2011

Ο στρατός, είτε ελληνικός ή ξένος είναι ενάντια στην ιδεολογία και συνείδησή μου πρώτον γιατί δεν αυτοπροσδιορίζομαι -εθνικά- ως έλληνας*, δεύτερον γιατί αποτελεί μια εξουσιαστική-ιεραρχική μηχανή ομογενοποίησης συνειδήσεων και καταναγκασμού, με κατάλοιπα αδιαφάνειας και αναξιοκρατίας, ρατσιστικών και εθνικιστικών αντιλήψεων τα οποία αντιμάχομαι μια ζωή. Τρίτον γιατί δεν πιστεύω στα σύνορα και δεν πρόκειται ποτέ να εμποδίσω οποιαδήποτε αλλοδαπό μετανάστη ή πολιτικό πρόσφυγα να εισέλθει στην Ελλάδα αφού πιστεύω πως η ελευθερία κινήσεως των ανθρώπων είναι φυσικό “δικαίωμα” απαραβίαστο και πρέπει να ασκείται χωρίς περιορισμούς. Τέταρτον γιατί ο στρατός εξυπηρετεί πάντοτε τα συμφέροντα ενός έθνους-κράτους το οποίο όμως κυβερνάται και ελέγχεται από ντόπιες και ξένες πολιτικές και οικονομικές ελίτ των οποίων τα συμφέροντα εξυπηρετεί πρωτίστως και όχι αυτά του λαού. Άλλωστε οι πόλεμοι ξεκινάνε πάντοτε για τα συμφέροντα των ολίγων και ποτέ με τη θέληση των λαών, αποτελούν μάλιστα την πιο κατάφωρη παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είναι ιστορικά διαπιστωμένο ότι κατά τη διάρκεια των πολέμων οι στρατοί ως επί το πλείστον, είτε των νικητών είτε των νικημένων, έχουν τελέσει, μεμονωμένα ή μαζικά, εγκλήματα πολέμου. Επίσης είναι γνωστό ότι δυνάμεις του ελληνικού στρατού βρίσκονται σε ξένες χώρες, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν απειλούν το ελληνικό κράτος. Πρόκειται λοιπόν ξεκάθαρα για μια ιμπεριαλιστική επιλογή-πολιτική στην οποία είμαι κάθετα αντίθετος. Επίσης γνωρίζω ότι κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας στο παρελθόν  έχουν καταγγελθεί και παρατηρηθεί συστηματικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Πέρα από όλα αυτά η κοινωνία και οι πολίτες αυτού του τόπου επιβαρύνονται  με τις δαπάνες μιας στρατιωτικής μηχανής η διατήρηση της οποίας είναι ανώφελη και πολυδάπανη. Η πρόοδος των λαών περνάει μέσα από τη διεθνή συνεργασία και την αλληλεγγύη κι όχι από πολέμους και διαμάχες στρατιωτικές. Θα συνεχίσω να πιστεύω και να μάχομαι όσο ζω για την κατάργηση ιεραρχικών μηχανισμών όπως ο στρατός, τα σώματα ασφαλείας και για την κατάργηση των συνόρων που χωρίζουν τους ανθρώπους αντί να τους ενώνουν.

Τέλος το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο για τα δικαιώματα του ανθρώπου κατοχυρώνει την ελευθερία της συνείδησης. Επικαλούμενος αυτήν την ελευθερία επιλέγω αντί να υπηρετήσω έναν ιεραρχικό μηχανισμό που προτάσσει τη βία, να προσφέρω κοινωνικό έργο. Άλλωστε συμμετέχω εθελοντικά σε πολιτιστικές και κοινωφελείς συλλογικότητες χρόνια τώρα.

*Ένα διήγημα το οποίο στιγμάτισε τη φιλοσοφία και στάση ζωής μου από τα μαθητικά μου χρόνια ακόμα είναι το “Το Ποτάμι” του Αντώνη Σαμαράκη από τη συλλογή διηγημάτων “Ζητείται Ελπίς”. Ο συγγραφέας εξηγεί πολύ πιο εύγλωττα τι σημαίνει να μην αυτοπροσδιορίζεσαι εθνικά ως έλληνας ή ως κάτι άλλο…
“Η διαταγή ήτανε ξεκάθαρη: Απαγορεύεται το μπάνιο στο ποτάμι, ακόμα και να πλησιάζει κανένας σε απόσταση λιγότερο από διακόσια μέτρα. Δε χώραγε λοιπόν καμιά παρανόηση. Όποιος την παρέβαινε τη διαταγή, θα πέρναγε στρατοδικείο.
Τους τη διάβασε τις προάλλες ο ίδιος ο ταγματάρχης. Διέταξε γενική συγκέντρωση, όλο το τάγμα, και
τους διάβασε. Διαταγή της Μεραρχίας! Δεν ήτανε παίξε γέλασε.
Είχανε κάπου τρεις βδομάδες που είχαν αράξει δώθε από το ποτάμι.
Κείθε από το ποτάμι ήταν ο εχθρός, οι Άλλοι όπως τους λέγανε πολλοί.
Tρεις βδομάδες απραξία. Σίγουρα δε θα βάσταγε πολύ τούτη η κατάσταση, για την ώρα όμως επικρατούσε ησυχία.
Και στις δυο όχθες του ποταμού, σε μεγάλο βάθος, ήτανε δάσος. Πυκνό δάσος. Μες στο δάσος είχανε στρατοπεδεύσει και οι μεν και οι δε.
Οι πληροφορίες τους ήτανε πως οι Άλλοι είχανε δυο τάγματα εκεί. Ωστόσο, δεν επιχειρούσαν επίθεση, ποιος ξέρει τι λογαριάζανε να κάνουν. Στο μεταξύ, τα φυλάκια, και από τις δυο μεριές, ήταν εδώ κι εκεί κρυμμένα στο δάσος, έτοιμα για παν ενδεχόμενο.
Τρεις βδομάδες! Πώς είχανε περάσει τρεις βδομάδες! Δε θυμόντουσαν σ’ αυτόν τον πόλεμο, που είχε αρχίσει εδώ και δυόμισι χρόνια περίπου, άλλο τέτοιο διάλειμμα σαν και τούτο.
Όταν φτάσανε στο ποτάμι, έκανε ακόμα κρύο. Εδώ και μερικές μέρες, ο καιρός είχε στρώσει. Άνοιξη πια!
Ο πρώτος που γλίστρησε κατά το ποτάμι ήτανε λοχίας. Γλίστρησε ένα πρωινό και βούτηξε. Λίγο αργότερα, σύρθηκε ως τους δικούς του, με δυο σφαίρες στο πλευρό. Δεν έζησε πολλές ώρες.
Την άλλη μέρα, δυο φαντάροι τραβήξανε για κει. Δεν τους ξαναείδε πια κανένας. Ακούσανε μονάχα πολυβολισμούς, και ύστερα σιωπή.
Τότε βγήκε η διαταγή της Μεραρχίας.
Ήτανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το ποτάμι. Τ’ ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το λαχταρούσανε. Αυτά τα δυόμισι χρόνια, τους είχε φάει η βρώμα. Είχανε ξεσυνηθίσει ένα σωρό χαρές. Και να, τώρα, που είχε βρεθεί στο δρόμο τους αυτό το ποτάμι. Αλλά η διαταγή της Μεραρχίας…
– Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας! είπε μέσ’ από τα δόντια του κείνη τη νύχτα.
Γύριζε και ξαναγύριζε και ησυχία δεν είχε. Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφηνε να ησυχάσει.
Θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!
Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν. Τέλος τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Είδε ένα όνειρο, έναν εφιάλτη. Στην αρχή, το είδε όπως ήτανε: ποτάμι. Ήτανε μπροστά του αυτό το ποτάμι και τον περίμενε. Κι αυτός, γυμνός στην όχθη, δεν έπεφτε μέσα. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι (…)
Ξύπνησε βαλαντωμένος δεν είχε ακόμα φέξει…
Φτάνοντας στην όχθη, στάθηκε και το κοίταζε. Το ποτάμι! Ώστε υπήρχε λοιπόν αυτό το ποτάμι; Ώρες ώρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ’ αλήθεια. Μήπως ήτανε μια φαντασία τους, μια ομαδική ψευδαίσθηση.
Είχε βρει μια ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάμι. Το πρωινό ήτανε θαύμα! Αν ήτανε τυχερός και δεν τον παίρνανε μυρουδιά… Να πρόφταινε μονάχα να βουτήξει στο ποτάμι, να μπει στα νερά του, τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε.
Σ’ ένα δέντρο, στην όχθη, άφησε τα ρούχα του, και όρθιο πάνω στον κορμό, το τουφέκι του. Έριξε δυο τελευταίες ματιές, μια πίσω του, μην ήτανε κανένας από τους δικούς του, και μια στην αντίπερα όχθη, μην ήτανε κανένας από τους Άλλους. Και μπήκε στο νερό.
Από τη στιγμή που το σώμα του, ολόγυμνο, μπήκε στο νερό, τούτο το σώμα που δυόμισι χρόνια βασανιζότανε, που δυο τραύματα το είχανε ως τώρα σημαδέψει, από τη στιγμή αυτή ένιωσε άλλος άνθρωπος. Σα να πέρασε ένα χέρι μ’ ένα σφουγγάρι μέσα του και να τα ‘σβησε αυτά τα δυόμισι χρόνια.
Κολυμπούσε πότε μπρούμυτα, πότε ανάσκελα. Αφηνότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα. Έκανε και μακροβούτια…
Ήταν ένα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, που δεν ήταν παρά εικοσιτριώ χρονώ κι όμως τα δυόμισι τελευταία χρόνια είχαν αφήσει βαθιά ίχνη μέσα του.
Δεξιά κι αριστερά, και στις δυο όχθες, φτερουγίζανε πουλιά, τον χαιρετούσανε περνώντας πότε πότε από πάνω του.
Μπροστά του, πήγαινε τώρα ένα κλαδί που το έσερνε το ρεύμα. Βάλθηκε να το φτάσει μ’ ένα μονάχα μακροβούτι. Και το κατάφερε. Βγήκε από το νερό ακριβώς δίπλα στο κλαδί. Ένιωσε μια χαρά! Αλλά την ίδια στιγμή είδε ένα κεφάλι μπροστά του, κάπου τριάντα μέτρα μακριά.
Σταμάτησε και προσπάθησε να δει καλύτερα.
Και κείνος που κολυμπούσε εκεί τον είχε δει, είχε σταματήσει κι αυτός. Κοιτάζονταν.
Ξανάγινε αμέσως αυτός που ήτανε και πρωτύτερα: ένας φαντάρος που είχε κιόλας δυόμισι χρόνια πόλεμο, που είχε έναν πολεμικό σταυρό, που είχε αφήσει το τουφέκι του στο δέντρο.
Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτός αντίκρυ του ήτανε από τους δικούς του ή από τους Άλλους. Πώς να το καταλάβει; Ένα κεφάλι έβλεπε μονάχα. Μπορούσε να ‘ναι ένας από τους δικούς του. Μπορούσε να ‘ναι ένας από τους Άλλους.
Για μερικά λεπτά, και οι δυο τους στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Τη σιωπή διέκοψε ένα φτάρνισμα. Ήταν αυτός που φταρνίστηκε, και κατά τη συνήθειά του βλαστήμησε δυνατά. Τότε εκείνος αντίκρυ του άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς την αντίπερα όχθη. Κι αυτός όμως δεν έχασε καιρό. Κολύμπησε προς την όχθη του μ’ όλη του τη δύναμη. Βγήκε πρώτος. Έτρεξε στο δέντρο που είχε αφήσει το τουφέκι του, το άρπαξε. Ο Άλλος, ό,τι έβγαινε από το νερό. Έτρεχε τώρα κι εκείνος να πάρει το τουφέκι του.
Σήκωσε το τουφέκι του αυτός, σημάδεψε. Του ήτανε πάρα πολύ εύκολο να του φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο Άλλος ήτανε σπουδαίος στόχος έτσι καθώς έτρεχε ολόγυμνος, κάπου είκοσι μέτρα μονάχα μακριά.
Όχι, δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο Άλλος ήταν εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Κι αυτός ήταν εδώ, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ήτανε και οι δυο γυμνοί. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από εθνικότητα. Γυμνοί από τον χακί εαυτό τους.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Το ποτάμι δεν τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους ένωνε.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ο Άλλος είχε γίνει ένας άλλος άνθρωπος τώρα, χωρίς άλφα κεφαλαίο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το κεφάλι του. Και δεν είδε τίποτα ως το τέλος, πρόφτασε να δει μονάχα κάτι πουλιά που φτερoυγίσανε  τρομαγμένα σαν έπεσε από την αντικρινή όχθη η τουφεκιά, κι αυτός, γονάτισε πρώτα, ύστερα έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα.

Αλέξανδρος Παπαδόπουλος, Καβάλα, 26 /08/2011

* Αναδημοσίευση από τον Σύνδεσμο Αντιρρησιών Συνείδησης